Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μουσοχαρής: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει συναγαγεῖν ἐκ δικαίων τὸν βίον → Vitam ex honestis tibi para negotiis → Erwirb dir nur gerechten Lebensunterhalt

Menander, Monostichoi, 196
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui aime les Muses.<br />'''Étymologie:''' [[μοῦσα]], [[χαίρω]].
|btext=ής, ές :<br />qui aime les Muses.<br />'''Étymologie:''' [[μοῦσα]], [[χαίρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μουσοχᾰρής:''' наслаждающийся музами, т. е. проводимый в поэтическом творчестве ([[βίοτος]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μουσοχᾰρής:''' -ές, αυτός που ευχαριστιέται με τις τέχνες που προστατεύουν οι Μούσες, σε Ανθ.
|lsmtext='''μουσοχᾰρής:''' -ές, αυτός που ευχαριστιέται με τις τέχνες που προστατεύουν οι Μούσες, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μουσοχᾰρής:''' наслаждающийся музами, т. е. проводимый в поэтическом творчестве ([[βίοτος]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μουσο-χᾰρής, ές<br />delighting in the Muses, Anth.
|mdlsjtxt=μουσο-χᾰρής, ές<br />delighting in the Muses, Anth.
}}
}}

Revision as of 14:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουσοχᾰρής Medium diacritics: μουσοχαρής Low diacritics: μουσοχαρής Capitals: ΜΟΥΣΟΧΑΡΗΣ
Transliteration A: mousocharḗs Transliteration B: mousocharēs Transliteration C: mousocharis Beta Code: mousoxarh/s

English (LSJ)

ές, delighting in the Muses or in poetry, βίοτος AP9.411 (Maec.); μουσόχορος is prob. f.l. for -χαρής in Cat.Cod.Astr.8(4).214.

German (Pape)

[Seite 211] ές, sich der Musen od. Musenkünste freuend, βίοτος, Qu. Maec. 1 a (IX, 411).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui aime les Muses.
Étymologie: μοῦσα, χαίρω.

Russian (Dvoretsky)

μουσοχᾰρής: наслаждающийся музами, т. е. проводимый в поэтическом творчестве (βίοτος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μουσοχᾰρής: -ές, ὁ ταῖς Μούσαις χαίρων, ἢ ὁ φιλῶν τὴν ποίησιν, Ἀνθ. Π. 9. 411.

Greek Monolingual

μουσοχαρής, -ές (Α)
αυτός που αγαπά την ποίηση και, γενικά, τις τέχνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -χαρής (< χαίρω), πρβλ. θεο-χαρής].

Greek Monotonic

μουσοχᾰρής: -ές, αυτός που ευχαριστιέται με τις τέχνες που προστατεύουν οι Μούσες, σε Ανθ.

Middle Liddell

μουσο-χᾰρής, ές
delighting in the Muses, Anth.