νεοτευχής: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><i>c.</i> [[νεότευκτος]].
|btext=ής, ές :<br /><i>c.</i> [[νεότευκτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''νεοτευχής:''' недавно построенный, т. е. новый (δίφροι Hom.; [[κισσύβιον]] Theocr.; [[οἰκία]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεοτευχής:''' -ές ([[τεύχω]]), όπως το [[νεότευκτος]], πρόσφατα κατασκευασμένος, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''νεοτευχής:''' -ές ([[τεύχω]]), όπως το [[νεότευκτος]], πρόσφατα κατασκευασμένος, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''νεοτευχής:''' недавно построенный, т. е. новый (δίφροι Hom.; [[κισσύβιον]] Theocr.; [[οἰκία]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νεο-τευχής, ές [[τεύχω]]<br />[[newly]] made, Il.
|mdlsjtxt=νεο-τευχής, ές [[τεύχω]]<br />[[newly]] made, Il.
}}
}}

Revision as of 14:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοτευχής Medium diacritics: νεοτευχής Low diacritics: νεοτευχής Capitals: ΝΕΟΤΕΥΧΗΣ
Transliteration A: neoteuchḗs Transliteration B: neoteuchēs Transliteration C: neotefchis Beta Code: neoteuxh/s

English (LSJ)

ές, = νεότευκτος (newly wrought), δίφροι Il. 5.194 ; μοῦσα Tim. Pers. 216 ; κισσύβιον Theoc. 1.28.

German (Pape)

[Seite 245] ές, = Vorigem; δίφροι, Il. 5, 194; sp. D., wie Theocr. 1, 28; οἰκία, Crinag. ep. (IX, 560).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
c. νεότευκτος.

Russian (Dvoretsky)

νεοτευχής: недавно построенный, т. е. новый (δίφροι Hom.; κισσύβιον Theocr.; οἰκία Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

νεοτευχής: -ές, = τῷ προηγ., δίφροι Ἰλ. Ε. 194, πρβλ. Θεόκρ 1. 28.

English (Autenrieth)

ές (τεύχω): newly made, Il. 5.194†.

Greek Monolingual

νεοτευχής, -ές (Α)
(ποιητ. τ.) νεότευκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -τευχής (< τεῦχος), πρβλ. χαλκεο-τευχής].

Greek Monotonic

νεοτευχής: -ές (τεύχω), όπως το νεότευκτος, πρόσφατα κατασκευασμένος, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

νεο-τευχής, ές τεύχω
newly made, Il.