νηπιόφρων: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (pape replacement) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=νηπιό-φρων, ονος, ὁ, ἡ,<br />of [[childish]] [[mind]], [[silly]], Strab. | |mdlsjtxt=νηπιό-φρων, ονος, ὁ, ἡ,<br />of [[childish]] [[mind]], [[silly]], Strab. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ον, <i>[[kindisch]] [[gesinnt]], [[töricht]]</i>, Strab. 1.2.8. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:52, 24 November 2022
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ, of childish mind, silly, Str.1.2.8.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
d'esprit enfantin, simple, naïf.
Étymologie: νήπιος, φρήν.
Greek (Liddell-Scott)
νηπιόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων φρένας νηπιώδεις, νήπια φρονῶν, ἀνόητος, Στράβ. 20.
Greek Monolingual
νηπιόφρων, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει μυαλό νηπίου, που σκέπτεται σαν νήπιο, ανόητος, μωρός.
επίρρ...
νηπιοφρόνως (Α)
με παιδαριώδη τρόπο, ανόητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος «μωρός, ανόητος» + -φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. μικρό-φρων, μωρό-φρων].
Greek Monotonic
νηπιόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει μυαλό νηπίου, ανόητος, σε Στράβ.
Middle Liddell
νηπιό-φρων, ονος, ὁ, ἡ,
of childish mind, silly, Strab.