μουσοφιλής: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />ami des Muses.<br />'''Étymologie:''' [[μοῦσα]], [[φιλέω]].
|btext=ής, ές :<br />ami des Muses.<br />'''Étymologie:''' [[μοῦσα]], [[φιλέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μουσοφῐλής:''' [[любящий муз]] Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μουσοφῐλής:''' -ές ([[φιλέω]]), αυτός που αγαπά τις Μούσες, [[εραστής]] των Μουσών, σε Ανθ.
|lsmtext='''μουσοφῐλής:''' -ές ([[φιλέω]]), αυτός που αγαπά τις Μούσες, [[εραστής]] των Μουσών, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μουσοφῐλής:''' [[любящий муз]] Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μουσο-φῐλής, ές [[φιλέω]]<br />[[loving]] the Muses, Anth.
|mdlsjtxt=μουσο-φῐλής, ές [[φιλέω]]<br />[[loving]] the Muses, Anth.
}}
}}

Revision as of 14:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουσοφῐλής Medium diacritics: μουσοφιλής Low diacritics: μουσοφιλής Capitals: ΜΟΥΣΟΦΙΛΗΣ
Transliteration A: mousophilḗs Transliteration B: mousophilēs Transliteration C: mousofilis Beta Code: mousofilh/s

English (LSJ)

ές, loving the Muses, ἕταρος AP11.44 (Phld.).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
ami des Muses.
Étymologie: μοῦσα, φιλέω.

Russian (Dvoretsky)

μουσοφῐλής: любящий муз Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μουσοφῐλής: -ές, ὁ ὑπὸ τῶν Μουσῶν φιλούμενος, Ἀνθ. Π. 11. 44.

Greek Monolingual

-ές (Α μουσοφιλής, -ές)
προσφιλής στις Μούσες, αυτός που εμπνέεται από τις Μούσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -φιλής (< φίλος) πρβλ. θεο-φιλής].

Greek Monotonic

μουσοφῐλής: -ές (φιλέω), αυτός που αγαπά τις Μούσες, εραστής των Μουσών, σε Ανθ.

Middle Liddell

μουσο-φῐλής, ές φιλέω
loving the Muses, Anth.