μεγιστᾶνες: Difference between revisions
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ων ([[οἱ]]) :<br />les grands, les premiers de l'État.<br />'''Étymologie:''' [[μέγιστος]]. | |btext=ων ([[οἱ]]) :<br />les grands, les premiers de l'État.<br />'''Étymologie:''' [[μέγιστος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεγιστᾶνες:''' οἱ вельможи NT. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 13: | Line 16: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεγιστᾶνες:''' οἱ ([[μέγιστος]]), σπουδαίοι άνδρες, μεγιστάνες, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''μεγιστᾶνες:''' οἱ ([[μέγιστος]]), σπουδαίοι άνδρες, μεγιστάνες, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[μέγιστος]]<br />[[great]] men, grandees, NTest. | |mdlsjtxt=[[μέγιστος]]<br />[[great]] men, grandees, NTest. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:39, 3 October 2022
German (Pape)
[Seite 110] οἱ, die Hohen, Vornehmen, die Häuptlinge, Man. 6, 41; LXX. u. N. T.; Sp. auch μεγιστᾶνος, vgl. Lob. Phryn. 197.
French (Bailly abrégé)
ων (οἱ) :
les grands, les premiers de l'État.
Étymologie: μέγιστος.
Russian (Dvoretsky)
μεγιστᾶνες: οἱ вельможи NT.
Greek (Liddell-Scott)
μεγιστᾶνες: οἱ, ὡς καὶ νῦν, οἱ μέγα δυνάμενοι, οἱ ἐν ὑπεροχῇ ὄντες, ἐπὶ τῶν Περσῶν αὐλικῶν, Ἑβδ. (Δαν. Γ΄, 24), πρβλ. Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ϛʹ, 21, Μανέθων 4. 41, κτλ.· ἴδε Φρύν. ἐν λ. καὶ αὐτόθι Λοβ. (σ. 197), Sturz Μακεδ. Διάλ.· - ἀκολούθως ὡσαύτως μεγιστᾶνος, ὁ Λοβ. ἔνθ’ ἀνων. (πρβλ. νεᾶνες, ξυνᾶνες.
English (Strong)
plural from μέγιστος; grandees: great men, lords.
Greek Monotonic
μεγιστᾶνες: οἱ (μέγιστος), σπουδαίοι άνδρες, μεγιστάνες, σε Καινή Διαθήκη