κηλήτης: Difference between revisions

From LSJ

ἴσα πάντα, ἴσων ἀμφοτέρων, ἰσάκις ἴσος → all are equal, both are equal, equal multiplied by equal

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />malade d'une hernie.<br />'''Étymologie:''' [[κήλη]].
|btext=ου (ὁ) :<br />malade d'une hernie.<br />'''Étymologie:''' [[κήλη]].
}}
{{elru
|elrutext='''κηλήτης:''' ου ὁ страдающий грыжей Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κηλήτης:''' -ου, ὁ ([[κήλη]]), αυτός που είναι «[[σπασμένος]]», κομμένος, σε Ανθ.
|lsmtext='''κηλήτης:''' -ου, ὁ ([[κήλη]]), αυτός που είναι «[[σπασμένος]]», κομμένος, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''κηλήτης:''' ου ὁ страдающий грыжей Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κηλήτης]], ου, [[κήλη]]<br />one who is ruptured, Anth.
|mdlsjtxt=[[κηλήτης]], ου, [[κήλη]]<br />one who is ruptured, Anth.
}}
}}

Revision as of 13:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηλήτης Medium diacritics: κηλήτης Low diacritics: κηλήτης Capitals: ΚΗΛΗΤΗΣ
Transliteration A: kēlḗtēs Transliteration B: kēlētēs Transliteration C: kilitis Beta Code: khlh/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (κήλη) one who is ruptured, Str.17.3.4, Gal. 10.988, D.C.73.2, AP11.342, Luc.Epigr.39:—Att. καλήτης Phryn. PSp.81 B.

German (Pape)

[Seite 1431] ὁ, att. καλήτης, B. A. 47, der einen Bruch od. Kropf hat; Ep. ad. 92 (XI, 342); D. Cass. 73, 2; Strab. XVII, 827.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
malade d'une hernie.
Étymologie: κήλη.

Russian (Dvoretsky)

κηλήτης: ου ὁ страдающий грыжей Anth.

Greek (Liddell-Scott)

κηλήτης: -ου, ὁ, (κήλη) ὁ πάσχων ἐκ κήλης, «σπασμένος», Στοβ. 827, Ἀνθ. Π. 11. 342, 404· Ἀττ. καλήτης, Α. Β. 47.

Greek Monolingual

κηλήτης, αττ. τ. καλήτης, ὁ (Α) κήλη
αυτός που πάσχει από κήλη («καὶ ἐκάλουν ἀλλήλους οὐκ ἀπὸ τῶν ὀνομάτων, ἀλλ' ἀπὸ τῶν ἀτυχημάτων, ὁ χωλός, ὁ κηλήτης, ὁ ἀριστερόχειρ, ὁ παραβλώψ», Συνέσ.).

Greek Monotonic

κηλήτης: -ου, ὁ (κήλη), αυτός που είναι «σπασμένος», κομμένος, σε Ανθ.

Middle Liddell

κηλήτης, ου, κήλη
one who is ruptured, Anth.