κόττος: Difference between revisions
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> coq, <i>oiseau</i>;<br /><b>2</b> chabot, <i>poisson de rivière à grosse tête</i>;<br /><b>3</b> = [[κύβος]].<br />'''Étymologie:''' DELG [[κοττίς]]. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> coq, <i>oiseau</i>;<br /><b>2</b> chabot, <i>poisson de rivière à grosse tête</i>;<br /><b>3</b> = [[κύβος]].<br />'''Étymologie:''' DELG [[κοττίς]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κόττος:''' ὁ предполож., рыба бычок ([[Cottus]] [[gobio]]) Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑM [[κόττος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ζωολ. [[γένος]] τελεόστεων οστεοϊχθύων της οικογένειας cottidae<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κύβος]], [[ζάρι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κόκορας]], [[πετεινός]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] ποτάμιου ψαριού («ἐν τοῖς ποταμοῖς εἰσιν ἰχθύδια [[ἄττα]] ὑπὸ ταῖς πέτραις, ἃ καλοῦσί τινες κόττους», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ίππος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τη λ. [[κοττίς]]. Η λ. ως επιστημον. όρος της ζωολ. [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>cottus</i> <span style="color: red;"><</span> [[κόττος]] «[[είδος]] ποτάμιου ψαριού»]. | |mltxt=ο (ΑM [[κόττος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ζωολ. [[γένος]] τελεόστεων οστεοϊχθύων της οικογένειας cottidae<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κύβος]], [[ζάρι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κόκορας]], [[πετεινός]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] ποτάμιου ψαριού («ἐν τοῖς ποταμοῖς εἰσιν ἰχθύδια [[ἄττα]] ὑπὸ ταῖς πέτραις, ἃ καλοῦσί τινες κόττους», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ίππος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τη λ. [[κοττίς]]. Η λ. ως επιστημον. όρος της ζωολ. [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>cottus</i> <span style="color: red;"><</span> [[κόττος]] «[[είδος]] ποτάμιου ψαριού»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:46, 3 October 2022
English (LSJ)
ὁ, A = ἀλεκτρυών, prob. in Ezek.Exag.261, cf. Hsch.; also, horse, Id. II a river-fish, Arist.HA534a1. III = κύβος, Cod.Just.1.4.25 (529 A. D.).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 coq, oiseau;
2 chabot, poisson de rivière à grosse tête;
3 = κύβος.
Étymologie: DELG κοττίς.
Russian (Dvoretsky)
κόττος: ὁ предполож., рыба бычок (Cottus gobio) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
κόττος: ὁ, ἀλέκτωρ · καὶ εἶδος ἵππου, Ἡσύχ. ΙΙ. εἶδος ποταμίου ἰχθύος, cottus covio, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 16.
Greek Monolingual
ο (ΑM κόττος)
νεοελλ.
(ζωολ. γένος τελεόστεων οστεοϊχθύων της οικογένειας cottidae
μσν.-αρχ.
κύβος, ζάρι
αρχ.
1. κόκορας, πετεινός
2. είδος ποτάμιου ψαριού («ἐν τοῖς ποταμοῖς εἰσιν ἰχθύδια ἄττα ὑπὸ ταῖς πέτραις, ἃ καλοῦσί τινες κόττους», Αριστοτ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) ίππος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. κοττίς. Η λ. ως επιστημον. όρος της ζωολ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. cottus < κόττος «είδος ποτάμιου ψαριού»].