ληπτικός: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui prend <i>ou</i> reçoit volontiers.<br />'''Étymologie:''' [[λαμβάνω]].
|btext=ή, όν :<br />qui prend <i>ou</i> reçoit volontiers.<br />'''Étymologie:''' [[λαμβάνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ληπτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[умеющий приобретать]], [[стяжательный]] ([[μήτε]] λ. [[μήτε]] [[φυλακτικός]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[вбирающий]], [[втягивающий]] (τοῦ σῶματος ἢ ἐκκριτικαὶ ἢ ληπτικαὶ κινήσεις Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ληπτικός:''' -ή, -όν ([[λαμβάνω]]), διατεθειμένος να δεχθεί, σε Αριστ.
|lsmtext='''ληπτικός:''' -ή, -όν ([[λαμβάνω]]), διατεθειμένος να δεχθεί, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''ληπτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[умеющий приобретать]], [[стяжательный]] ([[μήτε]] λ. [[μήτε]] [[φυλακτικός]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[вбирающий]], [[втягивающий]] (τοῦ σῶματος ἢ ἐκκριτικαὶ ἢ ληπτικαὶ κινήσεις Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ληπτικός]], ή, όν [[λαμβάνω]]<br />disposed to [[accept]], Arist.
|mdlsjtxt=[[ληπτικός]], ή, όν [[λαμβάνω]]<br />disposed to [[accept]], Arist.
}}
}}

Revision as of 13:53, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ληπτικός Medium diacritics: ληπτικός Low diacritics: ληπτικός Capitals: ΛΗΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: lēptikós Transliteration B: lēptikos Transliteration C: liptikos Beta Code: lhptiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A disposed to accept, Arist.EN1120b15. II assimilative, opp. ἐκκριτικός, Id.Ph.243b14.

German (Pape)

[Seite 40] zum Nehmen, Bekommen gehörig. geschickt, von dem ἐλευθέριος, μήτε ληπτικὸν ὄντα μήτε φυλακτικόν, Arist. Eth. 4, 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui prend ou reçoit volontiers.
Étymologie: λαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

ληπτικός:
1) умеющий приобретать, стяжательный (μήτε λ. μήτε φυλακτικός Arst.);
2) вбирающий, втягивающий (τοῦ σῶματος ἢ ἐκκριτικαὶ ἢ ληπτικαὶ κινήσεις Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ληπτικός: -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ δεχθῇ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 20. ΙΙ. ἀφομοιωτικός, ἀντίθετ. τῷ ἐκκριτικός, ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 7. 2, 5.

Greek Monolingual

ληπτικός, -ή, -όν (Α) ληπτός
1. ο διατεθειμένος να λάβει, να δεχθεί κάτι
2. αφομοιωτικός, σε αντιδιαστολή προς τον εκκριτικό.

Greek Monotonic

ληπτικός: -ή, -όν (λαμβάνω), διατεθειμένος να δεχθεί, σε Αριστ.

Middle Liddell

ληπτικός, ή, όν λαμβάνω
disposed to accept, Arist.