κραιπνοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ος, ον :<br />qui transporte <i>ou</i> conduit rapidement.<br />'''Étymologie:''' [[κραιπνός]], [[φέρω]].
|btext=ος, ον :<br />qui transporte <i>ou</i> conduit rapidement.<br />'''Étymologie:''' [[κραιπνός]], [[φέρω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κραιπνοφόρος''': -ον, [[ταχέως]] φέρων, αὖραι Αἰσχύλ. Πρ. 132.
|elnltext=κραιπνοφόρος -ον [κραιπνός, φέρω] snel dragend.
}}
{{elru
|elrutext='''κραιπνοφόρος:''' [[быстро уносящий]], [[стремительный]] (αὖραι Aesch.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''κραιπνοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που μεταφέρει [[γρήγορα]], <i>αὖραι</i>, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''κραιπνοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που μεταφέρει [[γρήγορα]], <i>αὖραι</i>, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κραιπνοφόρος:''' [[быстро уносящий]], [[стремительный]] (αὖραι Aesch.).
|lstext='''κραιπνοφόρος''': -ον, [[ταχέως]] φέρων, αὖραι Αἰσχύλ. Πρ. 132.
}}
{{elnl
|elnltext=κραιπνοφόρος -ον [κραιπνός, φέρω] snel dragend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κραιπνο-[[φόρος]], ον [[φέρω]]<br />[[swift]]-[[bearing]], αὖραι Aesch.
|mdlsjtxt=κραιπνο-[[φόρος]], ον [[φέρω]]<br />[[swift]]-[[bearing]], αὖραι Aesch.
}}
}}

Revision as of 20:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κραιπνοφόρος Medium diacritics: κραιπνοφόρος Low diacritics: κραιπνοφόρος Capitals: ΚΡΑΙΠΝΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: kraipnophóros Transliteration B: kraipnophoros Transliteration C: kraipnoforos Beta Code: kraipnofo/ros

English (LSJ)

ον, swift-bearing, αὖραι ib.132 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui transporte ou conduit rapidement.
Étymologie: κραιπνός, φέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κραιπνοφόρος -ον [κραιπνός, φέρω] snel dragend.

Russian (Dvoretsky)

κραιπνοφόρος: быстро уносящий, стремительный (αὖραι Aesch.).

Greek Monolingual

κραιπνοφόρος, -ον (Α)
αυτός που μεταφέρει κάτι γρήγορα («κραιπνοφόροι δὲ μ' ἔπεμψαν αὖραι», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραιπνός «ταχύς, ορμητικός» + -φόρος (< φόρος < φέρω)].

Greek Monotonic

κραιπνοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που μεταφέρει γρήγορα, αὖραι, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

κραιπνοφόρος: -ον, ταχέως φέρων, αὖραι Αἰσχύλ. Πρ. 132.

Middle Liddell

κραιπνο-φόρος, ον φέρω
swift-bearing, αὖραι Aesch.