μηλόσπορος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />planté de pommiers.<br />'''Étymologie:''' [[μῆλον]]², [[σπείρω]].
|btext=ος, ον :<br />planté de pommiers.<br />'''Étymologie:''' [[μῆλον]]², [[σπείρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μηλόσπορος:''' [[усаженный яблоками]] (Ἑσπερίδων [[ἀκτά]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μηλόσπορος:''' -ον ([[σπείρω]]), αυτός που έχει σπαρεί με οπωροφόρα δέντρα, σε Ευρ.
|lsmtext='''μηλόσπορος:''' -ον ([[σπείρω]]), αυτός που έχει σπαρεί με οπωροφόρα δέντρα, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μηλόσπορος:''' [[усаженный яблоками]] (Ἑσπερίδων [[ἀκτά]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μηλό-σπορος, ον [[σπείρω]]<br />set with [[fruit]]-trees, Eur.
|mdlsjtxt=μηλό-σπορος, ον [[σπείρω]]<br />set with [[fruit]]-trees, Eur.
}}
}}

Revision as of 14:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλόσπορος Medium diacritics: μηλόσπορος Low diacritics: μηλόσπορος Capitals: ΜΗΛΟΣΠΟΡΟΣ
Transliteration A: mēlósporos Transliteration B: mēlosporos Transliteration C: milosporos Beta Code: mhlo/sporos

English (LSJ)

ον, set with fruit-trees, ἀκτά E.Hipp. 742 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 173] mit Apfelbäumen bepflanzt, Ἑσπερίδων ἀκτά, Eur. Hipp. 742.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
planté de pommiers.
Étymologie: μῆλον², σπείρω.

Russian (Dvoretsky)

μηλόσπορος: усаженный яблоками (Ἑσπερίδων ἀκτά Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

μηλόσπορος: -ον, πεφυτευμένος μὲ μηλέας ἢ ὀπωροφόρα δένδρα, Εὐρ. Ἱππ. 742.

Greek Monolingual

μηλόσπορος, -ον (Α)
φυτεμένος με μηλιές ή άλλα οπωροφόρα δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + -σπορος (< σπόρος), πρβλ. σιτό-σπορος].

Greek Monotonic

μηλόσπορος: -ον (σπείρω), αυτός που έχει σπαρεί με οπωροφόρα δέντρα, σε Ευρ.

Middle Liddell

μηλό-σπορος, ον σπείρω
set with fruit-trees, Eur.