οἰνοχόημα: Difference between revisions

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />distribution du vin.<br />'''Étymologie:''' [[οἰνοχοέω]].
|btext=ατος (τό) :<br />distribution du vin.<br />'''Étymologie:''' [[οἰνοχοέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''οἰνοχόημα:''' ατος τό разливание вина: οἰ. παρέχειν τινί Plut. угощать кого-л. вином.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰνοχόημα:''' -ατος, τό ([[οἰνοχοέω]]), [[γιορτή]], κατά τη [[διάρκεια]] της οποίας προσφερόταν [[κρασί]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''οἰνοχόημα:''' -ατος, τό ([[οἰνοχοέω]]), [[γιορτή]], κατά τη [[διάρκεια]] της οποίας προσφερόταν [[κρασί]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰνοχόημα:''' ατος τό разливание вина: οἰ. παρέχειν τινί Plut. угощать кого-л. вином.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[οἰνοχόημα]], ατος, τό, [[οἰνοχοέω]]<br />a [[festival]], at [[which]] [[wine]] is offered, Plut.
|mdlsjtxt=[[οἰνοχόημα]], ατος, τό, [[οἰνοχοέω]]<br />a [[festival]], at [[which]] [[wine]] is offered, Plut.
}}
}}

Revision as of 15:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνοχόημα Medium diacritics: οἰνοχόημα Low diacritics: οινοχόημα Capitals: ΟΙΝΟΧΟΗΜΑ
Transliteration A: oinochóēma Transliteration B: oinochoēma Transliteration C: oinochoima Beta Code: oi)noxo/hma

English (LSJ)

ατος, τό, a festival at which wine was offered, Ephor. 80 J., Plu.Phoc.6, Polyaen.3.11.2.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
distribution du vin.
Étymologie: οἰνοχοέω.

Russian (Dvoretsky)

οἰνοχόημα: ατος τό разливание вина: οἰ. παρέχειν τινί Plut. угощать кого-л. вином.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοχόημα: τό, ἑορτή, καθ’ ἣν προσεφέρετο οἶνος, Πλουτ. Φωκ. 6.

Greek Monolingual

οἰνοχόημα τὸ (Α) οινοχοώ
1. ο οίνος που προσέφερε στους συνδαιτυμόνες, ο οινοχόος
2. (κατ επέκτ.) ο οίνος που προσφερόταν δωρεάν
3. εορτή κατά την οποία προσφερόταν οίνος.

Greek Monotonic

οἰνοχόημα: -ατος, τό (οἰνοχοέω), γιορτή, κατά τη διάρκεια της οποίας προσφερόταν κρασί, σε Πλούτ.

Middle Liddell

οἰνοχόημα, ατος, τό, οἰνοχοέω
a festival, at which wine is offered, Plut.