παρωνυμία: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> surnom avec ressemblance de forme;<br /><b>2</b> <i>c.</i> παρονομασία.<br />'''Étymologie:''' [[παρώνυμος]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> surnom avec ressemblance de forme;<br /><b>2</b> <i>c.</i> παρονομασία.<br />'''Étymologie:''' [[παρώνυμος]].
}}
{{elru
|elrutext='''παρωνῠμία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[прозвище]] Plut.;<br /><b class="num">2)</b> Plut. = [[παρονομασία]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[παρώνυμος]]<br />[[παρωνύμιο]], πρόσθετο σκωπτικό όνομα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>γραμμ.</b> [[παραγωγή]] ονόματος από [[άλλο]] όνομα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβολή]] ονόματος με [[λογοπαίγνιο]]<br /><b>2.</b> εναλλακτική [[ονομασία]].
|mltxt=η, ΝΜΑ [[παρώνυμος]]<br />[[παρωνύμιο]], πρόσθετο σκωπτικό όνομα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>γραμμ.</b> [[παραγωγή]] ονόματος από [[άλλο]] όνομα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβολή]] ονόματος με [[λογοπαίγνιο]]<br /><b>2.</b> εναλλακτική [[ονομασία]].
}}
{{elru
|elrutext='''παρωνῠμία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[прозвище]] Plut.;<br /><b class="num">2)</b> Plut. = [[παρονομασία]].
}}
}}

Revision as of 15:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρωνῠμία Medium diacritics: παρωνυμία Low diacritics: παρωνυμία Capitals: ΠΑΡΩΝΥΜΙΑ
Transliteration A: parōnymía Transliteration B: parōnymia Transliteration C: paronymia Beta Code: parwnumi/a

English (LSJ)

ἡ, A by-name, nickname, Plu. 2.401a,421e; punning perversion of words, ib.853b (pl.). 2 alternative name, Dam.Pr.61.

German (Pape)

[Seite 530] ἡ, Ableitung eines Wortes aus dem andern, Gramm. – Auch = παρονομασία, Sp., u. wie παρωνύμιον, Bei-, Zuname, Plut. de Pyth. or. 14.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 surnom avec ressemblance de forme;
2 c. παρονομασία.
Étymologie: παρώνυμος.

Russian (Dvoretsky)

παρωνῠμία:
1) прозвище Plut.;
2) Plut. = παρονομασία.

Greek (Liddell-Scott)

παρωνῠμία: ἡ, παρωνύμιον, ἐπώνυμον, Πλουτ. 2. 401Α, 421Ε, 853Β.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ παρώνυμος
παρωνύμιο, πρόσθετο σκωπτικό όνομα
νεοελλ.
γραμμ. παραγωγή ονόματος από άλλο όνομα
αρχ.
1. μεταβολή ονόματος με λογοπαίγνιο
2. εναλλακτική ονομασία.