Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πεντάστομος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />à cinq bouches <i>ou</i> embouchures.<br />'''Étymologie:''' [[πέντε]], [[στόμα]].
|btext=ος, ον :<br />à cinq bouches <i>ou</i> embouchures.<br />'''Étymologie:''' [[πέντε]], [[στόμα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πεντάστομος''': -ον, ὁ ἔχων [[πέντε]] στόματα ἢ [[ἐκβολάς]], ἐπὶ τοῦ Νείλου, Ἡρόδ. 2. 10· ἐπὶ τοῦ Ἴστρου, 4. 47.
|elnltext=πεντάστομος -ον [πεντα-, στόμα] met vijf mondingen.
}}
{{elru
|elrutext='''πεντάστομος:''' [[с пятью устьями]] ([[ποταμός]] Her., Polyb.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πεντάστομος:''' -ον ([[στόμα]]), αυτός που έχει [[πέντε]] στόματα ή ανοίγματα, λέγεται για ποτάμια, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''πεντάστομος:''' -ον ([[στόμα]]), αυτός που έχει [[πέντε]] στόματα ή ανοίγματα, λέγεται για ποτάμια, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πεντάστομος:''' [[с пятью устьями]] ([[ποταμός]] Her., Polyb.).
|lstext='''πεντάστομος''': -ον, ὁ ἔχων [[πέντε]] στόματα ἢ [[ἐκβολάς]], ἐπὶ τοῦ Νείλου, Ἡρόδ. 2. 10· ἐπὶ τοῦ Ἴστρου, 4. 47.
}}
{{elnl
|elnltext=πεντάστομος -ον [πεντα-, στόμα] met vijf mondingen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πεντά-στομος, ον, [[στόμα]]<br />with [[five]] mouths or openings, of rivers, Hdt.
|mdlsjtxt=πεντά-στομος, ον, [[στόμα]]<br />with [[five]] mouths or openings, of rivers, Hdt.
}}
}}

Revision as of 21:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντάστομος Medium diacritics: πεντάστομος Low diacritics: πεντάστομος Capitals: ΠΕΝΤΑΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: pentástomos Transliteration B: pentastomos Transliteration C: pentastomos Beta Code: penta/stomos

English (LSJ)

ον, with five mouths or openings, of the Nile, Hdt.2.10; of the Ister, Id.4.47; of the Rhone, Str.4.1.8.

German (Pape)

[Seite 557] fünfmündig; Her. 2, 10. 4, 47; ποταμός, Pol. 34, 10, 5; Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à cinq bouches ou embouchures.
Étymologie: πέντε, στόμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεντάστομος -ον [πεντα-, στόμα] met vijf mondingen.

Russian (Dvoretsky)

πεντάστομος: с пятью устьями (ποταμός Her., Polyb.).

Greek Monolingual

-η, -ο / πεντάστομος, -ον ΝΑ
(ιδίως για ποταμούς) αυτός που έχει πέντε στόμια, δηλαδή πέντε εκβολές («τοῦ Νείλου, ἐόντος πενταστόμου», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -στομος (< στόμα), πρβλ. δί-στομος].

Greek Monotonic

πεντάστομος: -ον (στόμα), αυτός που έχει πέντε στόματα ή ανοίγματα, λέγεται για ποτάμια, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

πεντάστομος: -ον, ὁ ἔχων πέντε στόματα ἢ ἐκβολάς, ἐπὶ τοῦ Νείλου, Ἡρόδ. 2. 10· ἐπὶ τοῦ Ἴστρου, 4. 47.

Middle Liddell

πεντά-στομος, ον, στόμα
with five mouths or openings, of rivers, Hdt.