περιφόρητος: Difference between revisions

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qu’on peut porter tout autour, portatif;<br /><b>2</b> dont le nom est répandu tout autour, célèbre.<br />'''Étymologie:''' [[περιφορέω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qu’on peut porter tout autour, portatif;<br /><b>2</b> dont le nom est répandu tout autour, célèbre.<br />'''Étymologie:''' [[περιφορέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''περιφόρητος:''' повсюду носимый, т. е. передвигающийся на носилках Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 7: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιφόρητος:''' -ον, <b class="num">I.</b> [[ικανός]] να μεταφερθεί, [[φορητός]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[περιβόητος]], [[επαίσχυντος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''περιφόρητος:''' -ον, <b class="num">I.</b> [[ικανός]] να μεταφερθεί, [[φορητός]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[περιβόητος]], [[επαίσχυντος]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''περιφόρητος:''' повсюду носимый, т. е. передвигающийся на носилках Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[περιφόρητος]], ον,<br /><b class="num">I.</b> [[able]] to be carried [[about]], [[portable]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> [[notorious]], [[infamous]], Plut.
|mdlsjtxt=[[περιφόρητος]], ον,<br /><b class="num">I.</b> [[able]] to be carried [[about]], [[portable]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> [[notorious]], [[infamous]], Plut.
}}
}}

Revision as of 15:20, 3 October 2022

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qu’on peut porter tout autour, portatif;
2 dont le nom est répandu tout autour, célèbre.
Étymologie: περιφορέω.

Russian (Dvoretsky)

περιφόρητος: повсюду носимый, т. е. передвигающийся на носилках Plut.

Greek (Liddell-Scott)

περιφόρητος: (οὐχὶ περιφορητός), Ἀπολλώνιος περὶ Συντάξ. 310, (πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 493), ον, ὃν δύναταί τις νὰ περιφέρῃ, φορητός, οἰκήματα Ἡρόδ. 4. 190˙ δεῖπνον Στράβ. 155. ΙΙ. ὁ ἐπὶ κλίνης περιφερόμενος, καὶ ὡς ἐκ τούτου περιβόητος γενόμενος, ἐπὶ τοῦ διαβοήτου ἐπὶ τρυφῇ Ἀρτέμωνος, Ξανθῇ δ’ Εὐρυπύλῃ μέλειπεριφόρητος Ἀρτέμων Ἀνακρ. 19. 2, ἔνθα ἴδε Bergk.˙ ― μετὰ παιδιᾶς εἰρημένον ἐν Πλουτ. Περικλ. 27.

Greek Monotonic

περιφόρητος: -ον, I. ικανός να μεταφερθεί, φορητός, σε Ηρόδ.
II. περιβόητος, επαίσχυντος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

περιφόρητος, ον,
I. able to be carried about, portable, Hdt.
II. notorious, infamous, Plut.