πελαργιδεύς: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=έως (ὁ) :<br />cigogneau.<br />'''Étymologie:''' [[πελαργός]].
|btext=έως (ὁ) :<br />cigogneau.<br />'''Étymologie:''' [[πελαργός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πελαργῐδεύς''': ὁ, ὁ νεοσσὸς πελαργοῦ, νεαρὸς [[πελαργός]], ἐπὴν ὁ πατὴρ ὁ πελαργὸς ἐκπετησίμους πάντας ποιήσῃ τοὺς πελαργιδεῖς τρέφων, δεῖ τοὺς νεοττοὺς τὸν πατέρα [[πάλιν]] τρέφειν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1356, Πλούτ. 2. 992Β.
|elnltext=πελαργιδεύς -έως, ὁ [πελαργός] jonge ooievaar.
}}
{{elru
|elrutext='''πελαργῐδεύς:''' έως молодой аист, аистенок Arph., Plat.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πελαργῐδεύς:''' ὁ, [[μικρός]] [[πελαργός]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''πελαργῐδεύς:''' ὁ, [[μικρός]] [[πελαργός]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πελαργῐδεύς:''' έως молодой аист, аистенок Arph., Plat.
|lstext='''πελαργῐδεύς''': ὁ, ὁ νεοσσὸς πελαργοῦ, νεαρὸς [[πελαργός]], ἐπὴν ὁ πατὴρ πελαργὸς ἐκπετησίμους πάντας ποιήσῃ τοὺς πελαργιδεῖς τρέφων, δεῖ τοὺς νεοττοὺς τὸν πατέρα [[πάλιν]] τρέφειν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1356, Πλούτ. 2. 992Β.
}}
{{elnl
|elnltext=πελαργιδεύς -έως, ὁ [πελαργός] jonge ooievaar.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 21:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελαργῐδεύς Medium diacritics: πελαργιδεύς Low diacritics: πελαργιδεύς Capitals: ΠΕΛΑΡΓΙΔΕΥΣ
Transliteration A: pelargideús Transliteration B: pelargideus Transliteration C: pelargideys Beta Code: pelargideu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, young stork, Ar.Av.1356, Plu.2.992b.

German (Pape)

[Seite 549] ὁ, das Junge des Storches; Ar. Av. 1356; Plut. Gryll. 9.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
cigogneau.
Étymologie: πελαργός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πελαργιδεύς -έως, ὁ [πελαργός] jonge ooievaar.

Russian (Dvoretsky)

πελαργῐδεύς: έως ὁ молодой аист, аистенок Arph., Plat.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
ο νεοσσός του πελαργού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πελαργός + επίθημα -ιδεύς (πρβλ. αετ-ιδεύς, λυκ-ιδεύς)].

Greek Monotonic

πελαργῐδεύς: ὁ, μικρός πελαργός, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πελαργῐδεύς: ὁ, ὁ νεοσσὸς πελαργοῦ, νεαρὸς πελαργός, ἐπὴν ὁ πατὴρ ὁ πελαργὸς ἐκπετησίμους πάντας ποιήσῃ τοὺς πελαργιδεῖς τρέφων, δεῖ τοὺς νεοττοὺς τὸν πατέρα πάλιν τρέφειν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1356, Πλούτ. 2. 992Β.

Middle Liddell

πελαργῐδεύς, έως, ὁ,
a young stork, Ar.

English (Woodhouse)

young stork

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)