πομπευτής: Difference between revisions
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui figure dans une procession.<br />'''Étymologie:''' [[πομπεύω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />qui figure dans une procession.<br />'''Étymologie:''' [[πομπεύω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πομπευτής:''' οῦ ὁ [[участник торжественного шествия]] Luc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ [[πομπεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που συμμετέχει σε [[πομπή]]<br /><b>2.</b> ο [[διοργανωτής]] ή [[τελετάρχης]] πομπής<br /><b>αρχ.</b><br />(ως επίθ. αλόγων) αυτός τον οποίο ασκούσαν για τις πομπές στον ρωμαϊκό ιππόδρομο. | |mltxt=ο, ΝΑ [[πομπεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που συμμετέχει σε [[πομπή]]<br /><b>2.</b> ο [[διοργανωτής]] ή [[τελετάρχης]] πομπής<br /><b>αρχ.</b><br />(ως επίθ. αλόγων) αυτός τον οποίο ασκούσαν για τις πομπές στον ρωμαϊκό ιππόδρομο. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:38, 3 October 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A = πομπεύς 2, Id.7.72: as adjective, π. ἵππος πάντα διδάσκεται Iamb.post Polem.p.50 Hinck. 2 organizer of a procession or marshal of a procession, Luc. Nec.16.
German (Pape)
[Seite 678] ὁ, = πομπεύς, Luc. Necyom. 16, l. d.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui figure dans une procession.
Étymologie: πομπεύω.
Russian (Dvoretsky)
πομπευτής: οῦ ὁ участник торжественного шествия Luc.
Greek (Liddell-Scott)
πομπευτής: -οῦ, ὁ, = πομπεὺς 2, Λουκ. Νεκυομ. 16.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ πομπεύω
1. αυτός που συμμετέχει σε πομπή
2. ο διοργανωτής ή τελετάρχης πομπής
αρχ.
(ως επίθ. αλόγων) αυτός τον οποίο ασκούσαν για τις πομπές στον ρωμαϊκό ιππόδρομο.