πομπεύς

From LSJ

εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πομπεύς Medium diacritics: πομπεύς Low diacritics: πομπεύς Capitals: ΠΟΜΠΕΥΣ
Transliteration A: pompeús Transliteration B: pompeus Transliteration C: pompeys Beta Code: pompeu/s

English (LSJ)

gen. έως, Ion. ῆος, ὁ, Att.pl.
A πομπῆς Pl.Com.85: (πομπός):—one who attends or escorts, conductor, guide, Od.3.325,376; of favourable winds, οὖροι νηῶν πομπῆες 4.362.
2 one who takes part in a procession, Th.6.58, IG22.334.14.

German (Pape)

[Seite 678] ὁ, der Einen geleitet od. führt, Geleiter, οἵ τοι πομπῆες ἔσονται ἐς Λακεδαίμονα, Od. 3, 325. 376; οὖροι νηῶν πομπῆες, 4, 362, von günstigen Winden; σωτήριος, Eur. Rhes. 229; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 422; auch in Prosa, Thuc. 6, 58, von den in einer Procession mit Aufziehenden.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
1 conducteur, guide;
2 qui fait partie d'une procession.
Étymologie: πέμπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πομπεύς -έως, ὁ [πομπεύω] ep. nom. plur. -ῆες begeleider, gids:. οὖροι... οἵ ῥά τε νηῶν πομπῆες γίγνονται winden die begeleiders van schepen zijn Od. 4.362. deelnemer aan processie.

Russian (Dvoretsky)

πομπεύς: έως ὁ (ион. pl. πομπῆες)
1 провожающий, сопровождающий, ведущий (θεοὶ πομπῆες Hom.): οὖροι πομπῆες νηῶν Hom. служащие провожатыми для кораблей, т. е. попутные ветры;
2 участник торжественного шествия Thuc.

English (Autenrieth)

ῆος: = πομπός, only pl.; πομπῆες νηῶν, Od. 4.362.

Greek Monolingual

-έως και ιων. τ. πομπήος, ὁ, Α
1. αυτός που συνοδεύει κάποιον ως πομπός, ως συνοδός, οδηγός
2. (σχετικά με ευνοϊκό άνεμο) ούριος
3. αυτός που συμμετέχει σε πομπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το ρ. πομπεύω, χωρίς όμως να είναι βέβαιο αν το όνομα παράγεται άμεσα από το ρήμα ή το αντίθετο].

Greek Monotonic

πομπεύς: ὁ (πομπός), γεν. -έως, Ιων. -ῆος, Αττ. πληθ. πομπῆς·
1. αυτός που οδηγεί ή συνοδεύει, προπομπός, οδηγός, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για ευνοϊκό άνεμο, οὖροι πομπῆες νηῶν, στο ίδ.
2. αυτός που λαμβάνει μέρος σε ιερή πομπή, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

πομπεύς: γεν. -έως, Ἰων. -ῆος, ὁ, Ἀττ. πληθ. πομπῆς Πλάτ. Κωμ. ἐν «Νυκτὶ μακρᾷ» 3· (πομπός)· ― ὁ συνοδεύων ὡς πομπός, προπομπός, ὁδηγός, Ὀδ. Γ. 325, 376· ἐπὶ εὐνοϊκῶν ἀνέμων, οὖροι πομπῆες νηῶν Δ. 362. 2) ὁ λαμβάνων μέρος εἰς πομπήν, Θουκ. 6. 58, Ἐπιγραφ. Ἀττ. ἐν τῷ Ussing. σ. 46.

Middle Liddell

πομπεύς, έως Ionic ῆος, ὁ, πομπός
1. one who attends or escorts, a conductor, guide, Od.; of favourable winds, οὖροι πομπῆες νηῶν Od.
2. one who attends a procession, Thuc.

English (Woodhouse)

one who attends a procession

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

pompae particeps, sharer in the procession, 6.58.1.