πολυτρήρων: Difference between revisions

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br />abondant en pigeons.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[τρήρων]].
|btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br />abondant en pigeons.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[τρήρων]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πολυτρήρων''': -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰς περιστεράς, Ἰλ. Β. 502, 582· πρβλ. [[τρήρων]].
|elnltext=πολυτρήρων -ονος [πολύς, τρήρων] rijk aan duiven.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυτρήρων:''' ωνος adj. изобилующий голубями ([[Θίσβη]] Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''πολυτρήρων:''' -ωνος, ὁ, ἡ, [[άφθονος]] σε περιστέρια, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''πολυτρήρων:''' -ωνος, ὁ, ἡ, [[άφθονος]] σε περιστέρια, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολυτρήρων:''' ωνος adj. изобилующий голубями ([[Θίσβη]] Hom.).
|lstext='''πολυτρήρων''': -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰς περιστεράς, Ἰλ. Β. 502, 582· πρβλ. [[τρήρων]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολυτρήρων -ονος [πολύς, τρήρων] rijk aan duiven.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολυ-[[τρήρων]], ωνος, ὁ, ἡ,<br />abounding in doves, Il.
|mdlsjtxt=πολυ-[[τρήρων]], ωνος, ὁ, ἡ,<br />abounding in doves, Il.
}}
}}

Revision as of 21:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυτρήρων Medium diacritics: πολυτρήρων Low diacritics: πολυτρήρων Capitals: ΠΟΛΥΤΡΗΡΩΝ
Transliteration A: polytrḗrōn Transliteration B: polytrērōn Transliteration C: polytriron Beta Code: polutrh/rwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, ἡ, abounding in doves, Il.2.502,582.

German (Pape)

[Seite 675] ονος, taubenreich, Θίσβη, Μέσση, Il. 2, 502. 582.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
abondant en pigeons.
Étymologie: πολύς, τρήρων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυτρήρων -ονος [πολύς, τρήρων] rijk aan duiven.

Russian (Dvoretsky)

πολυτρήρων: ωνος adj. изобилующий голубями (Θίσβη Hom.).

English (Autenrieth)

ωνος: abounding in doves, Il. 2.502 and 582.

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, ἡ, Α
(επικ. τ.) αυτός που έχει πολλά περιστέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + τρήρων «περιστερά» (πρβλ. ευ-τρήρων)].

Greek Monotonic

πολυτρήρων: -ωνος, ὁ, ἡ, άφθονος σε περιστέρια, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

πολυτρήρων: -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰς περιστεράς, Ἰλ. Β. 502, 582· πρβλ. τρήρων.

Middle Liddell

πολυ-τρήρων, ωνος, ὁ, ἡ,
abounding in doves, Il.