προγεύομαι: Difference between revisions
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=goûter auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], γεύομαι. | |btext=goûter auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], γεύομαι. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προγεύομαι:''' Arst., Plut. = [[προγευματίζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 7: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[δοκιμάζω]] [[κάτι]] από [[πριν]] με τη [[γεύση]], [[γεύομαι]] [[κάτι]] [[προηγουμένως]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αποκτώ]] την πρώτη [[εμπειρία]] μιας κατάστασης («προγεύεσθαι τοῦ μέλλοντος ἀγαθοῦ», Φίλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γευματίζω]] («ο προγεμένος του νηστικού δεν πιστεύει», παροιμ. φρ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[παίρνω]] το πρωινό μου, το πρόγευμά μου<br /><b>αρχ.</b><br />(το ενεργ.) [[προγεύω]]<br />[[δίνω]] σε κάποιον να γευθεί [[κάτι]] [[πριν]] από κάποιον [[άλλο]] ή [[πριν]] από την ώρα του γεύματος. | |mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[δοκιμάζω]] [[κάτι]] από [[πριν]] με τη [[γεύση]], [[γεύομαι]] [[κάτι]] [[προηγουμένως]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αποκτώ]] την πρώτη [[εμπειρία]] μιας κατάστασης («προγεύεσθαι τοῦ μέλλοντος ἀγαθοῦ», Φίλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γευματίζω]] («ο προγεμένος του νηστικού δεν πιστεύει», παροιμ. φρ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[παίρνω]] το πρωινό μου, το πρόγευμά μου<br /><b>αρχ.</b><br />(το ενεργ.) [[προγεύω]]<br />[[δίνω]] σε κάποιον να γευθεί [[κάτι]] [[πριν]] από κάποιον [[άλλο]] ή [[πριν]] από την ώρα του γεύματος. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:27, 3 October 2022
French (Bailly abrégé)
goûter auparavant.
Étymologie: πρό, γεύομαι.
Russian (Dvoretsky)
προγεύομαι: Arst., Plut. = προγευματίζω.
Greek (Liddell-Scott)
προγεύομαι: μέσ., γεύομαι, δοκιμάζω πρότερον, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 11, 3, Πλούτ. 2. 49Ε, κτλ.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
1. δοκιμάζω κάτι από πριν με τη γεύση, γεύομαι κάτι προηγουμένως
2. μτφ. αποκτώ την πρώτη εμπειρία μιας κατάστασης («προγεύεσθαι τοῦ μέλλοντος ἀγαθοῦ», Φίλ.)
νεοελλ.
γευματίζω («ο προγεμένος του νηστικού δεν πιστεύει», παροιμ. φρ.)
μσν.
παίρνω το πρωινό μου, το πρόγευμά μου
αρχ.
(το ενεργ.) προγεύω
δίνω σε κάποιον να γευθεί κάτι πριν από κάποιον άλλο ή πριν από την ώρα του γεύματος.