σεπτός: Difference between revisions
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />digne d'être honoré, auguste.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[σέβω]]. | |btext=ή, όν :<br />digne d'être honoré, auguste.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[σέβω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σεπτός -ή -όν [σέβω] vererenswaardig. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σεπτός:''' [adj. verb. к [[σέβω]] благоговейно чтимый, священный (Νείλου [[ῥέος]] Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σεπτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[σέβομαι]], [[αξιοσέβαστος]], [[σεβαστός]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''σεπτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[σέβομαι]], [[αξιοσέβαστος]], [[σεβαστός]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[σεπτός]], ή, όν verb. adj. of [[σέβομαι]]<br />[[august]], Aesch. | |mdlsjtxt=[[σεπτός]], ή, όν verb. adj. of [[σέβομαι]]<br />[[august]], Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 23:55, 2 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, holy, august, venerable, ἵησι σεπτὸν Νεῖλος εὔποτον ῥέος = Nile sends forth his hallowed and sweet stream A.Pr.812: in late Prose, D.C.53.16, Cod.Just.1.5.16. Adv. σεπτῶς = in sanctity, sacredly.
German (Pape)
[Seite 872] adj. verb. von σέβομαι, verehrt, zu verehren, übh. = σεμνός; vom Nilstrome Aesch. Prom. 814.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
digne d'être honoré, auguste.
Étymologie: adj. verb. de σέβω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σεπτός -ή -όν [σέβω] vererenswaardig.
Russian (Dvoretsky)
σεπτός: [adj. verb. к σέβω благоговейно чтимый, священный (Νείλου ῥέος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
σεπτός: ή, όν. ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ σέβομαι, σεβαστός, σ. Νείλου ῥέος Αἰσχύλ. Πρ. 812· σεπτὰ μορφὰ βασιληίδος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 989. 3, πρβλ. 991. 9· παρὰ μεταγενεστ. πεζογράφοις, Δίων Κ. 53. 16, Ἐπίρρ. σεπτῶς, Ἐκκλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σεπτά· θαυμαστά. σεβάσμια».
Greek Monolingual
-ή, -ό / σεπτός, -ή, -όν, ΝΜΑ
σεβαστός, σεβάσμιος, αξιοσέβαστος (α. «το σεπτό λείψανο του αγίου» β. «ἵησι σεπτὸς Νεῑλος ῥέος», Αισχύλ.)
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «σεπτά
θαυμαστά
σεβάσμια».
επίρρ...
σεπτώς / σεπτῶς ΝΜΑ, και σεπτά Ν
κατά τρόπο σεπτό, με σεβασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σεβ-τός < σέβομαι].
Greek Monotonic
σεπτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του σέβομαι, αξιοσέβαστος, σεβαστός, σε Αισχύλ.