πωλομάχος: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui combat d'un char attelé de jeunes chevaux ; LSJ qui combat à cheval.<br />'''Étymologie:''' [[πῶλος]], [[μάχομαι]].
|btext=ος, ον :<br />qui combat d'un char attelé de jeunes chevaux ; LSJ qui combat à cheval.<br />'''Étymologie:''' [[πῶλος]], [[μάχομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''πωλομάχος:''' [[сражающийся с коня или с колесницы]] ([[Νίκη]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πωλομάχος:''' [ᾰ], -ον ([[μάχομαι]]), αυτός που μάχεται από [[άλογο]] ή από [[άρμα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''πωλομάχος:''' [ᾰ], -ον ([[μάχομαι]]), αυτός που μάχεται από [[άλογο]] ή από [[άρμα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''πωλομάχος:''' [[сражающийся с коня или с колесницы]] ([[Νίκη]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πωλο-μᾰ́χος, ον, [[μάχομαι]]<br />[[fighting]] on [[horseback]] or in a [[chariot]], Anth.
|mdlsjtxt=πωλο-μᾰ́χος, ον, [[μάχομαι]]<br />[[fighting]] on [[horseback]] or in a [[chariot]], Anth.
}}
}}

Revision as of 15:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πωλομάχος Medium diacritics: πωλομάχος Low diacritics: πωλομάχος Capitals: ΠΩΛΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: pōlomáchos Transliteration B: pōlomachos Transliteration C: polomachos Beta Code: pwloma/xos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, won in the chariot-race (cf. πωλικός 1), νίκη AP15.50.

German (Pape)

[Seite 827] zu Roß oder zu Wagen kämpfend, νίκη, Ep. ad. (XV, 50).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui combat d'un char attelé de jeunes chevaux ; LSJ qui combat à cheval.
Étymologie: πῶλος, μάχομαι.

Russian (Dvoretsky)

πωλομάχος: сражающийся с коня или с колесницы (Νίκη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πωλομάχος: [ᾰ], -ον, ὁ ἀπὸ πώλου ἢ ἅρματος μαχόμενος, Νίκη Ἀνθ. Π. 15. 50.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που μάχεται πάνω σε πώλο ή σε άλογο ή σε άρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῶλος «πουλάρι» + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. ίππο-μάχος].

Greek Monotonic

πωλομάχος: [ᾰ], -ον (μάχομαι), αυτός που μάχεται από άλογο ή από άρμα, σε Ανθ.

Middle Liddell

πωλο-μᾰ́χος, ον, μάχομαι
fighting on horseback or in a chariot, Anth.