σκιρός: Difference between revisions

From LSJ

οἰκτίστῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι → it was fated that you would be taken by the most miserable death, it has been decreed that thou shouldst be cut off by a most piteous death

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />dur, endurci.<br />'''Étymologie:''' [[σκῖρος]].
|btext=ά, όν :<br />dur, endurci.<br />'''Étymologie:''' [[σκῖρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''σκιρός:''' досл. твердый, жесткий, перен. неумолимый (θεοί Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ά, -όν, Α [[σκῑρος]]<br /><b>1.</b> (για βαμμένο σίδηρο) [[σκληρός]]<br /><b>2.</b> (για νόσο) [[καρκινοειδής]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για άνθρωπο ή θεό) [[σκληρός]], [[ανήλεος]].
|mltxt=-ά, -όν, Α [[σκῑρος]]<br /><b>1.</b> (για βαμμένο σίδηρο) [[σκληρός]]<br /><b>2.</b> (για νόσο) [[καρκινοειδής]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για άνθρωπο ή θεό) [[σκληρός]], [[ανήλεος]].
}}
{{elru
|elrutext='''σκιρός:''' досл. твердый, жесткий, перен. неумолимый (θεοί Plut.).
}}
}}

Revision as of 15:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῑρός Medium diacritics: σκιρός Low diacritics: σκιρός Capitals: ΣΚΙΡΟΣ
Transliteration A: skirós Transliteration B: skiros Transliteration C: skiros Beta Code: skiro/s

English (LSJ)

ά, όν, hard, of tempered iron, Sch.S.Aj.651; cancerous, νοσήματα Them.Or.8.110c: metaph., σκιροὺς θεούς (v.l. for σκληροὺς) Plu.2.421d (ap. Eus.PE5.5, σκιρροὺς ap. Theodoret.); σ. γέροντες dub. cj. for σκληροὶ in Longus 2.14.

German (Pape)

[Seite 900] statt σκιῤῥός, zw.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
dur, endurci.
Étymologie: σκῖρος.

Russian (Dvoretsky)

σκιρός: досл. твердый, жесткий, перен. неумолимый (θεοί Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

σκιρός: ἢ σκιρρός (ἴδε σκῖρος ἐν τέλει), ά, όν, σκληρός, νοσήματα Θεμίστ. 110C· μεταφορ. σκιρροί θεοὶ (διάφορ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ σκληροὶ) Πλούτ. 2. 421 Ε, παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 1881)· γέροντες Schäf. εἰς Λόγγ. σ. 364.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α σκῑρος
1. (για βαμμένο σίδηρο) σκληρός
2. (για νόσο) καρκινοειδής
3. μτφ. (για άνθρωπο ή θεό) σκληρός, ανήλεος.