συγκολλητής: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid

Menander, Monostichoi, 435
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=οῦ (ὁ) :<br />celui qui colle ensemble, qui assemble.<br />'''Étymologie:''' [[συγκολλάω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />celui qui colle ensemble, qui assemble.<br />'''Étymologie:''' [[συγκολλάω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συγκολλητής''': -οῦ, ὁ, συγκολλῶν, συγκατασκευάζων, ἐπινοῶν, ψευδῶν Ἀριστοφ. Νεφ. 446.
|elnltext=συγκολλητής -οῦ, ὁ [συγκολλάω] iem. die aan elkaar plakt:. ψευδῶν σ. iemand die de ene leugen aan de andere plakt Aristoph. Nub. 446.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκολλητής:''' οῦ ὁ собиратель, составитель, сочинитель (ψευδῶν Arph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συγκολλητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που συγκολλά, που συνδέει, [[κατασκευαστής]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''συγκολλητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που συγκολλά, που συνδέει, [[κατασκευαστής]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συγκολλητής:''' οῦ ὁ собиратель, составитель, сочинитель (ψευδῶν Arph.).
|lstext='''συγκολλητής''': -οῦ, ὁ, ὁ συγκολλῶν, συγκατασκευάζων, ἐπινοῶν, ψευδῶν Ἀριστοφ. Νεφ. 446.
}}
{{elnl
|elnltext=συγκολλητής -οῦ, ὁ [συγκολλάω] iem. die aan elkaar plakt:. ψευδῶν σ. iemand die de ene leugen aan de andere plakt Aristoph. Nub. 446.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συγκολλητής]], οῦ, ὁ,<br />one who glues [[together]], a [[fabricator]], Ar.
|mdlsjtxt=[[συγκολλητής]], οῦ, ὁ,<br />one who glues [[together]], a [[fabricator]], Ar.
}}
}}

Revision as of 22:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκολλητής Medium diacritics: συγκολλητής Low diacritics: συγκολλητής Capitals: ΣΥΓΚΟΛΛΗΤΗΣ
Transliteration A: synkollētḗs Transliteration B: synkollētēs Transliteration C: sygkollitis Beta Code: sugkollhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, one who glues together, fabricator, ψευδῶν Ar.Nu.446 (anap.).

German (Pape)

[Seite 969] ὁ, der Zusammenleimende, Zusammensetzende, ψευδῶν Ar. Nubb. 445.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
celui qui colle ensemble, qui assemble.
Étymologie: συγκολλάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκολλητής -οῦ, ὁ [συγκολλάω] iem. die aan elkaar plakt:. ψευδῶν σ. iemand die de ene leugen aan de andere plakt Aristoph. Nub. 446.

Russian (Dvoretsky)

συγκολλητής: οῦ ὁ собиратель, составитель, сочинитель (ψευδῶν Arph.).

Greek Monolingual

ο, ΝΑ συγκολλῶ
νεοελλ.
μεταλλοτεχνίτης ειδικευμένος στις συγκολλήσεις
αρχ.
μτφ. επινοητής («ψευδῶν ξυγκολλητής, εὐρησιεπής, περίτριμμα δικῶν», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

συγκολλητής: -οῦ, ὁ, αυτός που συγκολλά, που συνδέει, κατασκευαστής, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

συγκολλητής: -οῦ, ὁ, ὁ συγκολλῶν, συγκατασκευάζων, ἐπινοῶν, ψευδῶν Ἀριστοφ. Νεφ. 446.

Middle Liddell

συγκολλητής, οῦ, ὁ,
one who glues together, a fabricator, Ar.