συγκαλυπτός: Difference between revisions
From LSJ
οἴνῳ τὸν οἶνον ἐξελαύνειν → chase out the wine with wine, take a hair of the dog that bit you, try to drive out the wine with wine
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ή, όν :<br /><i>adj. verb. de</i> [[συγκαλύπτω]]. | |btext=ή, όν :<br /><i>adj. verb. de</i> [[συγκαλύπτω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=συγκαλυπτός -ή -όν [συγκαλύπτω] helemaal bedekt of omhuld. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγκᾰλυπτός:''' [adj. verb. к [[συγκαλύπτω]] окутанный, со всех сторон обложенный (κνίσῃ κῶλα συγκαλυπτά Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''συγκαλυπτός:''' -ή, -όν, περιτυλιγμένος, συγκεκαλυμμένος, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''συγκαλυπτός:''' -ή, -όν, περιτυλιγμένος, συγκεκαλυμμένος, σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συγκᾰλυπτός''': -ή, -όν, περικεκαλυμμένος, περιτετυλιγμένος, κνίσῃ κῶλα σ. Αἰσχλυλ. Πρ. 496. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=συγκᾰλυπτός, ή, όν<br />wrapped up, Aesch. [from συγκᾰλύπτω] | |mdlsjtxt=συγκᾰλυπτός, ή, όν<br />wrapped up, Aesch. [from συγκᾰλύπτω] | ||
}} | }} |
Revision as of 22:10, 2 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, wrapped up, κνίσῃ κῶλα σ. ib.496.
German (Pape)
[Seite 964] von allen Seiten bedeckt od. verhüllt, κνίσσῃ τε κῶλα συγκαλυπτά, Aesch. Prom. 494.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
adj. verb. de συγκαλύπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγκαλυπτός -ή -όν [συγκαλύπτω] helemaal bedekt of omhuld.
Russian (Dvoretsky)
συγκᾰλυπτός: [adj. verb. к συγκαλύπτω окутанный, со всех сторон обложенный (κνίσῃ κῶλα συγκαλυπτά Aesch.).
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α συγκαλύπτω
καλυμμένος από παντού, περιτυλιγμένος.
Greek Monotonic
συγκαλυπτός: -ή, -όν, περιτυλιγμένος, συγκεκαλυμμένος, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
συγκᾰλυπτός: -ή, -όν, περικεκαλυμμένος, περιτετυλιγμένος, κνίσῃ κῶλα σ. Αἰσχλυλ. Πρ. 496.
Middle Liddell
συγκᾰλυπτός, ή, όν
wrapped up, Aesch. [from συγκᾰλύπτω]