συμποιέω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> faire avec <i>ou</i> ensemble, collaborer;<br /><b>2</b> aider à faire, venir en aide.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ποιέω]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> faire avec <i>ou</i> ensemble, collaborer;<br /><b>2</b> aider à faire, venir en aide.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ποιέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συμποιέω''': βοηθῶ, συνεργῶ εἰς τὸ ποιεῖν τι, τι Ἀνδοκ. 9. 8, Ἰσαῖ. 70. 29, κλπ· ἴδε σὺν Γ. ΙΙ. ποιῶ [[ποίημα]] ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος, τοὺς Ἱππέας ξυνεποίησα τῷ φαλακρῷ τούτῳ (δηλ. ὁ Εὔπολις ἀπὸ κοινοῦ μετὰ τοῦ Ἀριστοφ.) Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 16· Εὐριπίδῃ... συνεποίεις... τὴν μελῳδίαν Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. 231b, πρβλ. Θεσμ. 158 (ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφέλ. 550)· ― ἐπὶ ἀγαλματοποιοῦ, συμποιεῖσθαι [[ἄγαλμα]] μετά τινος Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 857.
|elnltext=συμ-ποιέω samen doen, samen ondernemen; met acc. samen (met...) schrijven, samen (met...) dichten, met ( acc. en) dat., met μετά + gen. iets met iem.
}}
{{elru
|elrutext='''συμποιέω:''' [[совместно делать]], [[сотрудничать]], [[помогать]] Luc.: σ. τι Isae. помогать в чем-л.; σ. τινί τι Eur. сотрудничать с кем-л. в чем-л.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, κάνω [[κάτι]] από κοινού, [[συνεργώ]], [[βοηθώ]], σε Ισαίο.
|lsmtext='''συμποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, κάνω [[κάτι]] από κοινού, [[συνεργώ]], [[βοηθώ]], σε Ισαίο.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συμποιέω:''' [[совместно делать]], [[сотрудничать]], [[помогать]] Luc.: σ. τι Isae. помогать в чем-л.; σ. τινί τι Eur. сотрудничать с кем-л. в чем-л.
|lstext='''συμποιέω''': βοηθῶ, συνεργῶ εἰς τὸ ποιεῖν τι, τι Ἀνδοκ. 9. 8, Ἰσαῖ. 70. 29, κλπ· ἴδε σὺν Γ. ΙΙ. ποιῶ [[ποίημα]] ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος, τοὺς Ἱππέας ξυνεποίησα τῷ φαλακρῷ τούτῳ (δηλ. ὁ Εὔπολις ἀπὸ κοινοῦ μετὰ τοῦ Ἀριστοφ.) Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 16· Εὐριπίδῃ... συνεποίεις... τὴν μελῳδίαν Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. 231b, πρβλ. Θεσμ. 158 (ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφέλ. 550)· ― ἐπὶ ἀγαλματοποιοῦ, συμποιεῖσθαι [[ἄγαλμα]] μετά τινος Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 857.
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-ποιέω samen doen, samen ondernemen; met acc. samen (met...) schrijven, samen (met...) dichten, met ( acc. en) dat., met μετά + gen. iets met iem.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[help]] in doing a [[thing]], Isae.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[help]] in doing a [[thing]], Isae.
}}
}}

Revision as of 22:29, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμποιέω Medium diacritics: συμποιέω Low diacritics: συμποιέω Capitals: ΣΥΜΠΟΙΕΩ
Transliteration A: sympoiéō Transliteration B: sympoieō Transliteration C: sympoieo Beta Code: sumpoie/w

English (LSJ)

A help or assist in doing, τι And.1.62, Is.8.16; συμποιοῦντος αὐτοῖς καὶ Φίλωνος PEnteux.55.9, cf. 83.6 (iii B.C.); v. σύν c. II compose jointly with, τοὺς Ἱππέας ξυνεποίησα τῷ φαλακρῷ τούτῳ (i.e. Eupolis in partnership with Aristophanes) Eup.78 (troch.); Εὐριπίδῃ . . συνεποίεις . . τὴν τραγῳδίαν Ar.Fr.580, cf. Th.158; of a sculptor, συμποιεῖσθαι ἄγαλμα μετά τινος Sch.Ar.Nu.857.

German (Pape)

[Seite 988] mit od. zusammen machen, dichten, Ar. Th.. 158; helfen, Andoc. 1, 61; Is. 8, 16; μετά τινος, Luc. Pseudol. 2.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 faire avec ou ensemble, collaborer;
2 aider à faire, venir en aide.
Étymologie: σύν, ποιέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-ποιέω samen doen, samen ondernemen; met acc. samen (met...) schrijven, samen (met...) dichten, met ( acc. en) dat., met μετά + gen. iets met iem.

Russian (Dvoretsky)

συμποιέω: совместно делать, сотрудничать, помогать Luc.: σ. τι Isae. помогать в чем-л.; σ. τινί τι Eur. сотрудничать с кем-л. в чем-л.

Greek Monotonic

συμποιέω: μέλ. -ήσω, κάνω κάτι από κοινού, συνεργώ, βοηθώ, σε Ισαίο.

Greek (Liddell-Scott)

συμποιέω: βοηθῶ, συνεργῶ εἰς τὸ ποιεῖν τι, τι Ἀνδοκ. 9. 8, Ἰσαῖ. 70. 29, κλπ· ἴδε σὺν Γ. ΙΙ. ποιῶ ποίημα ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος, τοὺς Ἱππέας ξυνεποίησα τῷ φαλακρῷ τούτῳ (δηλ. ὁ Εὔπολις ἀπὸ κοινοῦ μετὰ τοῦ Ἀριστοφ.) Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 16· Εὐριπίδῃ... συνεποίεις... τὴν μελῳδίαν Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. 231b, πρβλ. Θεσμ. 158 (ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφέλ. 550)· ― ἐπὶ ἀγαλματοποιοῦ, συμποιεῖσθαι ἄγαλμα μετά τινος Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 857.

Middle Liddell

fut. ήσω
to help in doing a thing, Isae.