συνθάλπω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=échauffer ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[θάλπω]].
|btext=échauffer ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[θάλπω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνθάλπω''': [[θερμαίνω]] ἀμοιβαίως, ἡσυχίαν ἄγουσι κατακείμενοι (οἱ λύκοι...) καὶ συνθάλποντες ἑαυτοὺς Πλούτ. 2. 974C· ― μεταφορ., [[θάλπω]] ἢ [[καταπραΰνω]] διὰ κολακευτικῶν λόγων [[προσέτι]], [[μηδὲ]] μ’ οἰκτίσας ξύνθαλπε μύθοις ψευδέσιν Αἰσχύλ. Πρ. 685.
|elnltext=συν-θάλπω, Att. ook ξυνθάλπω geheel verwarmen,; οὕτω... ἂν... ξυνθάλποιτο ἡ κοιλίη zo zal de buik geheel worden verwarmd Hp. Sal. 7.14; ook overdr.. μηδέ με... ξύνθαλπε μύθοις ψευδέσιν en verwarm me niet met huichelachtige woorden Aeschl. PV 685.
}}
{{elru
|elrutext='''συνθάλπω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[вместе согревать]] (τὸ [[σῶμα]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> перен. [[согревать]], [[утешать]] (μύθοις τινά Aesch.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''συνθάλπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[θερμαίνω]], [[ζεσταίνω]] αμοιβαίως· μεταφ., [[θερμαίνω]] την [[ψυχή]] κάποιου, του καταπραΰνω την [[ψυχή]] με κολακευτικά [[λόγια]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''συνθάλπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[θερμαίνω]], [[ζεσταίνω]] αμοιβαίως· μεταφ., [[θερμαίνω]] την [[ψυχή]] κάποιου, του καταπραΰνω την [[ψυχή]] με κολακευτικά [[λόγια]], σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνθάλπω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[вместе согревать]] (τὸ [[σῶμα]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> перен. [[согревать]], [[утешать]] (μύθοις τινά Aesch.).
|lstext='''συνθάλπω''': [[θερμαίνω]] ἀμοιβαίως, ἡσυχίαν ἄγουσι κατακείμενοι (οἱ λύκοι...) καὶ συνθάλποντες ἑαυτοὺς Πλούτ. 2. 974C· ― μεταφορ., [[θάλπω]] [[καταπραΰνω]] διὰ κολακευτικῶν λόγων [[προσέτι]], [[μηδὲ]] μ’ οἰκτίσας ξύνθαλπε μύθοις ψευδέσιν Αἰσχύλ. Πρ. 685.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-θάλπω, Att. ook ξυνθάλπω geheel verwarmen,; οὕτω... ἂν... ξυνθάλποιτο ἡ κοιλίη zo zal de buik geheel worden verwarmd Hp. Sal. 7.14; ook overdr.. μηδέ με... ξύνθαλπε μύθοις ψευδέσιν en verwarm me niet met huichelachtige woorden Aeschl. PV 685.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[warm]] [[together]]:—metaph. to [[warm]] or [[soothe]] by [[flattery]] [[besides]], Aesch.
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[warm]] [[together]]:—metaph. to [[warm]] or [[soothe]] by [[flattery]] [[besides]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 22:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθάλπω Medium diacritics: συνθάλπω Low diacritics: συνθάλπω Capitals: ΣΥΝΘΑΛΠΩ
Transliteration A: synthálpō Transliteration B: synthalpō Transliteration C: synthalpo Beta Code: sunqa/lpw

English (LSJ)

A warm thoroughly, ἑαυτούς Plu.2.974c, cf. Hp.Salubr.7:— Pass., Id.Aff.15. 2 metaph., warm or soothe by cheering words, μηδέ μ' . . ξύνθαλπε μύθοις ψευδέσιν A.Pr.685.

French (Bailly abrégé)

échauffer ensemble.
Étymologie: σύν, θάλπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-θάλπω, Att. ook ξυνθάλπω geheel verwarmen,; οὕτω... ἂν... ξυνθάλποιτο ἡ κοιλίη zo zal de buik geheel worden verwarmd Hp. Sal. 7.14; ook overdr.. μηδέ με... ξύνθαλπε μύθοις ψευδέσιν en verwarm me niet met huichelachtige woorden Aeschl. PV 685.

Russian (Dvoretsky)

συνθάλπω:
1) вместе согревать (τὸ σῶμα Plut.);
2) перен. согревать, утешать (μύθοις τινά Aesch.).

Greek Monolingual

ΜΑ, και αττ. τ. ξυνθάλπω Α
1. θερμαίνω αμοιβαίως, αλληλοθερμαίνω
2. μτφ. καταπραΰνω, μαλακώνω επιπροσθέτως κάποιον με κολακευτικά λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θάλπω «ζεσταίνω, θερμαίνω»].

Greek Monotonic

συνθάλπω: μέλ. -ψω, θερμαίνω, ζεσταίνω αμοιβαίως· μεταφ., θερμαίνω την ψυχή κάποιου, του καταπραΰνω την ψυχή με κολακευτικά λόγια, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

συνθάλπω: θερμαίνω ἀμοιβαίως, ἡσυχίαν ἄγουσι κατακείμενοι (οἱ λύκοι...) καὶ συνθάλποντες ἑαυτοὺς Πλούτ. 2. 974C· ― μεταφορ., θάλπωκαταπραΰνω διὰ κολακευτικῶν λόγων προσέτι, μηδὲ μ’ οἰκτίσας ξύνθαλπε μύθοις ψευδέσιν Αἰσχύλ. Πρ. 685.

Middle Liddell

fut. ψω
to warm together:—metaph. to warm or soothe by flattery besides, Aesch.