σφενδονήτης: Difference between revisions

From LSJ

οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ου (ὁ) :<br />soldat armé d'une fronde, frondeur.<br />'''Étymologie:''' [[σφενδονάω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />soldat armé d'une fronde, frondeur.<br />'''Étymologie:''' [[σφενδονάω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σφενδονήτης''': -ου, ὁ, ὁ σφενδονῶν, ὁ [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ σφενδονᾶν, ὡπλισμένος διὰ σφενδόνης, Ἡρόδ. 7. 158, Θουκ. 9. 22, Πλάτ. Κριτί. 119Β.
|elnltext=σφενδονήτης -ου, ὁ [σφενδονάω] werper met de slinger, slingeraar.
}}
{{elru
|elrutext='''σφενδονήτης:''' ου ὁ пращник Her., Thuc., Plat.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''σφενδονήτης:''' -ου, ὁ ([[σφενδονάω]]), αυτός που σφενδονίζει, που φέρει [[σφεντόνα]] ή βάλλει, πλήττει, σημαδεύει με αυτή, [[ικανός]] στις βολές με [[σφεντόνα]], σε Ηρόδ., Θουκ.
|lsmtext='''σφενδονήτης:''' -ου, ὁ ([[σφενδονάω]]), αυτός που σφενδονίζει, που φέρει [[σφεντόνα]] ή βάλλει, πλήττει, σημαδεύει με αυτή, [[ικανός]] στις βολές με [[σφεντόνα]], σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σφενδονήτης:''' ου ὁ пращник Her., Thuc., Plat.
|lstext='''σφενδονήτης''': -ου, ὁ, ὁ σφενδονῶν, ὁ [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ σφενδονᾶν, ὁ ὡπλισμένος διὰ σφενδόνης, Ἡρόδ. 7. 158, Θουκ. 9. 22, Πλάτ. Κριτί. 119Β.
}}
{{elnl
|elnltext=σφενδονήτης -ου, ὁ [σφενδονάω] werper met de slinger, slingeraar.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σφενδονήτης]], ου, ὁ, [[σφενδονάω]]<br />a [[slinger]], Hdt., Thuc.
|mdlsjtxt=[[σφενδονήτης]], ου, ὁ, [[σφενδονάω]]<br />a [[slinger]], Hdt., Thuc.
}}
}}

Revision as of 22:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφενδονήτης Medium diacritics: σφενδονήτης Low diacritics: σφενδονήτης Capitals: ΣΦΕΝΔΟΝΗΤΗΣ
Transliteration A: sphendonḗtēs Transliteration B: sphendonētēs Transliteration C: sfendonitis Beta Code: sfendonh/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, slinger, Hdt.7.158, Th.6.22, Pl.Criti.119b, LXX Jd.20.16: Boeot. σφενδονάτας Ἀρχ.Δελτ. 14 Pl.iv 26 (Thespiae, iii B.C.).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
soldat armé d'une fronde, frondeur.
Étymologie: σφενδονάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφενδονήτης -ου, ὁ [σφενδονάω] werper met de slinger, slingeraar.

Russian (Dvoretsky)

σφενδονήτης: ου ὁ пращник Her., Thuc., Plat.

Greek Monolingual

και σφενδονίτης, ο, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. σφενδονάτας Α [[σφενδονῶ / σφενδόνη]]
στρατιώτης τών αρχαίων χρόνων ελαφρά οπλισμένος με σφενδόνη
μσν.
(για λίθο) αυτός που ρίχθηκε με σφενδόνη.

Greek Monotonic

σφενδονήτης: -ου, ὁ (σφενδονάω), αυτός που σφενδονίζει, που φέρει σφεντόνα ή βάλλει, πλήττει, σημαδεύει με αυτή, ικανός στις βολές με σφεντόνα, σε Ηρόδ., Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

σφενδονήτης: -ου, ὁ, ὁ σφενδονῶν, ὁ ἐπιτήδειος εἰς τὸ σφενδονᾶν, ὁ ὡπλισμένος διὰ σφενδόνης, Ἡρόδ. 7. 158, Θουκ. 9. 22, Πλάτ. Κριτί. 119Β.

Middle Liddell

σφενδονήτης, ου, ὁ, σφενδονάω
a slinger, Hdt., Thuc.