σφαιριστήριον: Difference between revisions
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=ου (τό) :<br />emplacement pour un jeu de paume.<br />'''Étymologie:''' [[σφαιρίζω]]. | |btext=ου (τό) :<br />emplacement pour un jeu de paume.<br />'''Étymologie:''' [[σφαιρίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σφαιριστήριον -ου, τό [σφαιρίζω] plaats om te ballen; mogelijk ook plaats voor bokstraining. Thphr. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σφαιριστήριον:''' τό ([[σφαιρίζω]]), [[τόπος]] όπου έπαιζαν παιχνίδια με τη [[σφαίρα]], σε Θεόφρ. | |lsmtext='''σφαιριστήριον:''' τό ([[σφαιρίζω]]), [[τόπος]] όπου έπαιζαν παιχνίδια με τη [[σφαίρα]], σε Θεόφρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σφαιριστήριον''': τό, [[τόπος]] [[ἔνθα]] ἐσφαίριζον, ἔπαιζον τὴν σφαῖραν, Θεοφρ. Χαρακτ. 5 (6). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[σφαιριστήριον]], ου, τό, [[σφαιρίζω]]<br />a [[ball]]-[[court]], Theophr. | |mdlsjtxt=[[σφαιριστήριον]], ου, τό, [[σφαιρίζω]]<br />a [[ball]]-[[court]], Theophr. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:05, 6 October 2022
English (LSJ)
τό, ball-court, Thphr. Char.5.9, IG11(2).199A110 (Delos, iii B.C.), BCH23.566 (Delph., iii B.C.), Phld.Herc.1457.7, POxy.1450.5 (iii A.D.).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
emplacement pour un jeu de paume.
Étymologie: σφαιρίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφαιριστήριον -ου, τό [σφαιρίζω] plaats om te ballen; mogelijk ook plaats voor bokstraining. Thphr.
Greek Monotonic
σφαιριστήριον: τό (σφαιρίζω), τόπος όπου έπαιζαν παιχνίδια με τη σφαίρα, σε Θεόφρ.
Greek (Liddell-Scott)
σφαιριστήριον: τό, τόπος ἔνθα ἐσφαίριζον, ἔπαιζον τὴν σφαῖραν, Θεοφρ. Χαρακτ. 5 (6).
Middle Liddell
σφαιριστήριον, ου, τό, σφαιρίζω
a ball-court, Theophr.