Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τυφλόστομος: Difference between revisions

From LSJ

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (pape replacement)
Line 24: Line 24:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τυφλό-στομος, ον,<br />with [[blind]] [[mouth]], of rivers, Strab.
|mdlsjtxt=τυφλό-στομος, ον,<br />with [[blind]] [[mouth]], of rivers, Strab.
}}
{{pape
|ptext=<i>mit blinder, d.i. verstopfter, versandeter [[Mündung]]</i>, Strab. 4.1.8.
}}
}}

Revision as of 17:05, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυφλόστομος Medium diacritics: τυφλόστομος Low diacritics: τυφλόστομος Capitals: ΤΥΦΛΟΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: typhlóstomos Transliteration B: typhlostomos Transliteration C: tyflostomos Beta Code: tuflo/stomos

English (LSJ)

ον, with blind mouth, of rivers, Str.4.1.8; cf. τυφλός 11.2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont l'embouchure est obstruée.
Étymologie: τυφλός, στόμα.

Greek (Liddell-Scott)

τυφλόστομος: -ον, ὁ ἔχων τυφλὸν στόμιον, πεφραγμένον, ἐπὶ ποταμῶν, Στράβ. 183· πρβλ. τυφλὸς ΙΙ. 2· τυφλοστόματα Νείλου Εὐστ. εἰς Ἰλ. σ. 160, 17.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για ποταμό) αυτός του οποίου το στόμιο είναι φραγμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + -στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδό-στομος].

Greek Monotonic

τυφλόστομος: -ον, αυτός που έχει «τυφλό» στόμιο, φραγμένο, λέγεται για ποταμούς, σε Στράβ.

Middle Liddell

τυφλό-στομος, ον,
with blind mouth, of rivers, Strab.

German (Pape)

mit blinder, d.i. verstopfter, versandeter Mündung, Strab. 4.1.8.