τυφλόστομος: Difference between revisions
From LSJ
Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (pape replacement) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=τυφλό-στομος, ον,<br />with [[blind]] [[mouth]], of rivers, Strab. | |mdlsjtxt=τυφλό-στομος, ον,<br />with [[blind]] [[mouth]], of rivers, Strab. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>mit blinder, d.i. verstopfter, versandeter [[Mündung]]</i>, Strab. 4.1.8. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:05, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, with blind mouth, of rivers, Str.4.1.8; cf. τυφλός 11.2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont l'embouchure est obstruée.
Étymologie: τυφλός, στόμα.
Greek (Liddell-Scott)
τυφλόστομος: -ον, ὁ ἔχων τυφλὸν στόμιον, πεφραγμένον, ἐπὶ ποταμῶν, Στράβ. 183· πρβλ. τυφλὸς ΙΙ. 2· τυφλοστόματα Νείλου Εὐστ. εἰς Ἰλ. σ. 160, 17.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για ποταμό) αυτός του οποίου το στόμιο είναι φραγμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + -στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδό-στομος].
Greek Monotonic
τυφλόστομος: -ον, αυτός που έχει «τυφλό» στόμιο, φραγμένο, λέγεται για ποταμούς, σε Στράβ.
Middle Liddell
τυφλό-στομος, ον,
with blind mouth, of rivers, Strab.
German (Pape)
mit blinder, d.i. verstopfter, versandeter Mündung, Strab. 4.1.8.