ταινιόπωλις: Difference between revisions

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ιδος (ἡ) :<br />marchande de rubans.<br />'''Étymologie:''' [[ταινία]], [[πωλέω]].
|btext=ιδος (ἡ) :<br />marchande de rubans.<br />'''Étymologie:''' [[ταινία]], [[πωλέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ταινιόπωλις:''' ιδος ἡ продавщица лент Dem.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ταινιόπωλις:''' ἡ, [[πωλητής]], [[έμπορος]] <i>ταινιῶν</i>, σε Δημ.
|lsmtext='''ταινιόπωλις:''' ἡ, [[πωλητής]], [[έμπορος]] <i>ταινιῶν</i>, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ταινιόπωλις:''' ιδος ἡ продавщица лент Dem.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ταινιό-πωλις, ιος, ἡ,<br />a [[dealer]] in ταινίαι, Dem.
|mdlsjtxt=ταινιό-πωλις, ιος, ἡ,<br />a [[dealer]] in ταινίαι, Dem.
}}
}}

Revision as of 15:58, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταινιόπωλις Medium diacritics: ταινιόπωλις Low diacritics: ταινιόπωλις Capitals: ΤΑΙΝΙΟΠΩΛΙΣ
Transliteration A: tainiópōlis Transliteration B: tainiopōlis Transliteration C: tainiopolis Beta Code: tainio/pwlis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, dealer in ταινίαι, Eup.243, D.57.34.

German (Pape)

[Seite 1063] ιδος, ἡ, Bandhändlerinn; Eupolis bei Ath. VII, 326 a; Dem. 57, 34.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
marchande de rubans.
Étymologie: ταινία, πωλέω.

Russian (Dvoretsky)

ταινιόπωλις: ιδος ἡ продавщица лент Dem.

Greek (Liddell-Scott)

ταινιόπωλις: ἡ, ἡ πωλοῦσα ταινίας, ζώνας καὶ τὰ ὅμοια, Εὔπολις ἐν «Προσπαλτίοις» 1, Δημ. 1309. 2. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 533.

Greek Monolingual

-ώλιδος, ἡ, Α
αυτή που πουλά ταινίες, δηλαδή ζώνες, επιδέσμους κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταινία + -πωλις, θηλ. του -πώλης].

Greek Monotonic

ταινιόπωλις: ἡ, πωλητής, έμπορος ταινιῶν, σε Δημ.

Middle Liddell

ταινιό-πωλις, ιος, ἡ,
a dealer in ταινίαι, Dem.