τειχύδριον: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />petite fortification.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[τεῖχος]].
|btext=ου (τό) :<br />petite fortification.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[τεῖχος]].
}}
{{elru
|elrutext='''τειχύδριον:''' τό [[небольшой укрепленный пункт]], [[крепостца]] Xen.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τειχύδριον:''' τό, υποκορ. του [[τεῖχος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''τειχύδριον:''' τό, υποκορ. του [[τεῖχος]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''τειχύδριον:''' τό [[небольшой укрепленный пункт]], [[крепостца]] Xen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τειχύδριον]], ου, τό, [Dim. of [[τεῖχος]], Xen.]
|mdlsjtxt=[[τειχύδριον]], ου, τό, [Dim. of [[τεῖχος]], Xen.]
}}
}}

Revision as of 16:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τειχύδριον Medium diacritics: τειχύδριον Low diacritics: τειχύδριον Capitals: ΤΕΙΧΥΔΡΙΟΝ
Transliteration A: teichýdrion Transliteration B: teichydrion Transliteration C: teichydrion Beta Code: teixu/drion

English (LSJ)

τό, Dim. of τεῖχος, X.HG2.1.28.

German (Pape)

[Seite 1082] τό, dim. von τεῖχος, Xen. Hell. 2, 1, 28, kleines Kastell.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite fortification.
Étymologie: dim. de τεῖχος.

Russian (Dvoretsky)

τειχύδριον: τό небольшой укрепленный пункт, крепостца Xen.

Greek (Liddell-Scott)

τειχύδριον: τό, ὑποκορ. τοῦ τεῖχος, Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 28. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 147, Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 409.

Greek Monolingual

τὸ, Α
μικρό τείχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + υποκορ. κατάλ. -ύδριον (πρβλ. λογ-ύδριον)].

Greek Monotonic

τειχύδριον: τό, υποκορ. του τεῖχος, σε Ξεν.

Middle Liddell

τειχύδριον, ου, τό, [Dim. of τεῖχος, Xen.]