τηλεκλυτός: Difference between revisions

From LSJ

ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><i>c.</i> [[τηλεκλειτός]].<br />'''Étymologie:''' [[τῆλε]], [[κλύω]].
|btext=ός, όν :<br /><i>c.</i> [[τηλεκλειτός]].<br />'''Étymologie:''' [[τῆλε]], [[κλύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''τηλεκλῠτός:''' Hom. = [[τηλεκλειτός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τηλεκλῠτός:''' -όν, = [[τηλεκλειτός]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''τηλεκλῠτός:''' -όν, = [[τηλεκλειτός]], σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''τηλεκλῠτός:''' Hom. = [[τηλεκλειτός]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τηλε-κλῠτός, όν = [[τηλεκλειτός]], Hom.]
|mdlsjtxt=τηλε-κλῠτός, όν = [[τηλεκλειτός]], Hom.]
}}
}}

Revision as of 16:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηλεκλῠτός Medium diacritics: τηλεκλυτός Low diacritics: τηλεκλυτός Capitals: ΤΗΛΕΚΛΥΤΟΣ
Transliteration A: tēleklytós Transliteration B: tēleklytos Transliteration C: tileklytos Beta Code: thlekluto/s

English (LSJ)

όν, = τηλεκλειτός, Ὀρέστης Od.1.30, cf. Chron.Lind.C.51; of horses, τ. τέκνα Ποδάργης Il.19.400.

German (Pape)

[Seite 1106] dasselbe, was τηλεκλειτός, weit, in der Ferne berühmt; Ὀρέστης, Od. 1, 30, vgl. Il. 19, 400. Den Accent bemerkt E. M. ausdrücklich; vgl. Buttm. Lexil. II p. 253.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
c. τηλεκλειτός.
Étymologie: τῆλε, κλύω.

Russian (Dvoretsky)

τηλεκλῠτός: Hom. = τηλεκλειτός.

Greek (Liddell-Scott)

τηλεκλῠτός: (οὐχὶ τηλέκλυτος Buttm. Λεξίλ. ἐν λ. κλειτὸς ἐν τέλει), όν, = τηλεκλειτός, (ἀπὸ τοῦ ὁποίου διαφέρει μόνον κατὰ τὴν ποσότητα τῆς παραληγούσης), Ὀρέστης Ὀδ. Α. 30· ἐπὶ ἵππων, τηλεκλυτὰ τέκνα Ποδάργης Ἰλ. Τ. 400.

English (Autenrieth)

τηλεκλειτός.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
τηλεκλειτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)- + κλυτός «ένδοξος» (< κλύω), πρβλ. ναυσικλυτός.

Greek Monotonic

τηλεκλῠτός: -όν, = τηλεκλειτός, σε Όμηρ.

Middle Liddell

τηλε-κλῠτός, όν = τηλεκλειτός, Hom.]