φευκτός: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qu’il faut fuir <i>ou</i> éviter;<br /><b>2</b> qu’on peut fuir <i>ou</i> éviter.
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qu’il faut fuir <i>ou</i> éviter;<br /><b>2</b> qu’on peut fuir <i>ou</i> éviter.
}}
{{elru
|elrutext='''φευκτός:''' [adj. verb. к [[φεύγω]]<br /><b class="num">1)</b> [[которого можно избежать]]: οὐ φ. Soph., Plat. неизбежный, неминуемый;<br /><b class="num">2)</b> [[которого следует избегать]], [[нежелательный]]: ὧν τὸ μὲν αἱρετόν, τὸ δὲ φευκτόν Arst. из коих одно желательно, а другое нежелательно.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φευκτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[φεύγω]]·<br /><b class="num">1.</b> αυτός τον οποίο αναβάλλει ή αποφεύγει [[κάποιος]], σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που μπορεί να τον αποφύγει [[κάποιος]], σε Σοφ.
|lsmtext='''φευκτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[φεύγω]]·<br /><b class="num">1.</b> αυτός τον οποίο αναβάλλει ή αποφεύγει [[κάποιος]], σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που μπορεί να τον αποφύγει [[κάποιος]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''φευκτός:''' [adj. verb. к [[φεύγω]]<br /><b class="num">1)</b> [[которого можно избежать]]: οὐ φ. Soph., Plat. неизбежный, неминуемый;<br /><b class="num">2)</b> [[которого следует избегать]], [[нежелательный]]: ὧν τὸ μὲν αἱρετόν, τὸ δὲ φευκτόν Arst. из коих одно желательно, а другое нежелательно.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φευκτός]], ή, όν verb. adj. of [[φεύγω]]<br /><b class="num">1.</b> to be shunned or avoided, Arist.<br /><b class="num">2.</b> that can be avoided, Soph.
|mdlsjtxt=[[φευκτός]], ή, όν verb. adj. of [[φεύγω]]<br /><b class="num">1.</b> to be shunned or avoided, Arist.<br /><b class="num">2.</b> that can be avoided, Soph.
}}
}}

Revision as of 16:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φευκτός Medium diacritics: φευκτός Low diacritics: φευκτός Capitals: ΦΕΥΚΤΟΣ
Transliteration A: pheuktós Transliteration B: pheuktos Transliteration C: fefktos Beta Code: feukto/s

English (LSJ)

ή, όν, A to be shunned or to be avoided, Arist.EN 1153b2; opp. αἱρετός, ib.1119a23, 1172b19, Epicur.Ep.3p.63U., Phld. Herc.1251.13: Comp., Arist.Top.116b5. 2 that can be escaped or that can be avoided, ἀγγελίαν ἄτλατον οὐδὲ φευκτάν S.Aj.224 (lyr.), cf. Pl.Ax. 369b; cf. φυκτός.

German (Pape)

[Seite 1267] adj. verb. von φεύγω, geflohen, vermieden, zu fliehen, zu meiden, zu vermeiden; ἄτλατον, οὐδὲ φευκτάν Soph. Ai. 222; dem man entfliehen, entgehen kann, den man fliehen muß, Plat. Ax. 369 b u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qu’il faut fuir ou éviter;
2 qu’on peut fuir ou éviter.

Russian (Dvoretsky)

φευκτός: [adj. verb. к φεύγω
1) которого можно избежать: οὐ φ. Soph., Plat. неизбежный, неминуемый;
2) которого следует избегать, нежелательный: ὧν τὸ μὲν αἱρετόν, τὸ δὲ φευκτόν Arst. из коих одно желательно, а другое нежелательно.

Greek (Liddell-Scott)

φευκτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὃν ἀποφεύγει τις, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 7. 14. 1· ἀντίθετον τῷ αἱρετός, αὐτόθι 3. 12. 1., 10. 2, 2. 2) ὃν δύναταί τις νὰ ἐκφύγῃ, ἀγγελίαν ἄτλατον οὐδὲ φευκτὰν Σοφ. Αἴ. 224, πρβλ. Πλάτ. Ἀξίοχ. 369Ε· ― πρβλ. τὸ ποιητ. φυκτός.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φευκτός, -ή, -όν, ΝΑ φεύγω
νεοελλ.
αυτός τον οποίο μπορεί να αποφύγει κανείς
αρχ.
1. αυτός τον οποίο πρέπει ν' αποφεύγει κανείς («ὀρέγεται τῶν φευκτῶν», Λουκιαν.)
2. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να διαφύγει («ἀγγελίαν ἄτλαταν οὐδὲ φευκτάν», Σοφ.).

Greek Monotonic

φευκτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του φεύγω·
1. αυτός τον οποίο αναβάλλει ή αποφεύγει κάποιος, σε Αριστ.
2. αυτός που μπορεί να τον αποφύγει κάποιος, σε Σοφ.

Middle Liddell

φευκτός, ή, όν verb. adj. of φεύγω
1. to be shunned or avoided, Arist.
2. that can be avoided, Soph.