φρενοπληγής: Difference between revisions

From LSJ

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui frappe l'esprit.<br />'''Étymologie:''' [[φρήν]], [[πλήσσω]].
|btext=ής, ές :<br />qui frappe l'esprit.<br />'''Étymologie:''' [[φρήν]], [[πλήσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''φρενοπληγής:''' [[с ума сводящий]] (μανίαι Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φρενοπληγής:''' -ές ([[πλήσσω]]), αυτός που πλήττει το [[μυαλό]], δηλ. που οδηγεί στην [[τρέλα]], στην [[παραφροσύνη]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''φρενοπληγής:''' -ές ([[πλήσσω]]), αυτός που πλήττει το [[μυαλό]], δηλ. που οδηγεί στην [[τρέλα]], στην [[παραφροσύνη]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''φρενοπληγής:''' [[с ума сводящий]] (μανίαι Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φρενο-πληγής, ές [[πλήσσω]]<br />[[striking]] the [[mind]], i. e. [[driving]] mad, maddening, Aesch.
|mdlsjtxt=φρενο-πληγής, ές [[πλήσσω]]<br />[[striking]] the [[mind]], i. e. [[driving]] mad, maddening, Aesch.
}}
}}

Revision as of 16:49, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρενοπληγής Medium diacritics: φρενοπληγής Low diacritics: φρενοπληγής Capitals: ΦΡΕΝΟΠΛΗΓΗΣ
Transliteration A: phrenoplēgḗs Transliteration B: phrenoplēgēs Transliteration C: frenopligis Beta Code: frenoplhgh/s

English (LSJ)

ές, striking the mind, i.e. driving mad, maddening, A.Pr.878 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1304] ές, die Seele mit Wahnsinn schlagend, wahnsinnig machend, μανίαι, Aesch. Prom. 880.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui frappe l'esprit.
Étymologie: φρήν, πλήσσω.

Russian (Dvoretsky)

φρενοπληγής: с ума сводящий (μανίαι Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

φρενοπληγής: -ές, ὁ πλήττων τὰς φρένας, ἄγων εἰς παραφροσύνην, φρενοπληγεῖς μανίαι Αἰσχύλ. Πρ. 879. ― Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 35.

Greek Monolingual

-ες, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που πλήττει τις φρένες, που οδηγεί σε φρενοπληξία («φρενοπληγεῑς μανίαι», Αισχύλ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -πληγής (< πλήσσω), πρβλ. ἡμι-πληγής, θεο-πληγής].

Greek Monotonic

φρενοπληγής: -ές (πλήσσω), αυτός που πλήττει το μυαλό, δηλ. που οδηγεί στην τρέλα, στην παραφροσύνη, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

φρενο-πληγής, ές πλήσσω
striking the mind, i. e. driving mad, maddening, Aesch.