χαλκοκνήμις: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ιδος (ὁ, ἡ)<br />aux bottines d'airain.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[κνημίς]].
|btext=ιδος (ὁ, ἡ)<br />aux bottines d'airain.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[κνημίς]].
}}
{{elru
|elrutext='''χαλκοκνήμις:''' ῑδος adj. в медных поножах ([[Ἀχαιοί]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χαλκοκνήμῑς:''' -ῑδος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει περικνημίδες από χαλκό, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''χαλκοκνήμῑς:''' -ῑδος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει περικνημίδες από χαλκό, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''χαλκοκνήμις:''' ῑδος adj. в медных поножах ([[Ἀχαιοί]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χαλκο-κνήμῑς, ῑδος, ὁ, ἡ,<br />[[brass]]-greaved, Il.
|mdlsjtxt=χαλκο-κνήμῑς, ῑδος, ὁ, ἡ,<br />[[brass]]-greaved, Il.
}}
}}

Revision as of 16:53, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκοκνήμῑς Medium diacritics: χαλκοκνήμις Low diacritics: χαλκοκνήμις Capitals: ΧΑΛΚΟΚΝΗΜΙΣ
Transliteration A: chalkoknḗmis Transliteration B: chalkoknēmis Transliteration C: chalkoknimis Beta Code: xalkoknh/mis

English (LSJ)

ῑδος, ὁ, ἡ, bronze-greaved, Il.7.41.

German (Pape)

[Seite 1331] ιδος, ὁ, ἡ, mit ehernen od. kupfernen Beinschienen, Il. 7, 41.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ὁ, ἡ)
aux bottines d'airain.
Étymologie: χαλκός, κνημίς.

Russian (Dvoretsky)

χαλκοκνήμις: ῑδος adj. в медных поножах (Ἀχαιοί Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοκνήμῑς: ῖδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων περικνημῖδας ἐκ χαλκοῦ, Ἰλ. Η. 41.

Greek Monolingual

-ιδος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει χάλκινες περικνημίδες («χαλκοκνήμιδες Ἀχαιοί», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + κνημίς, -ίδος (πρβλ. ἐϋ-κνήμις, δασυ-κνήμις)].

Greek Monotonic

χαλκοκνήμῑς: -ῑδος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει περικνημίδες από χαλκό, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

χαλκο-κνήμῑς, ῑδος, ὁ, ἡ,
brass-greaved, Il.