χαριδώτης: Difference between revisions

From LSJ

τούτου μὲν τοῦ ἀνθρώπου ἐγὼ σοφώτερός εἰμι → I am wiser than this man

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[χαριδότης]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[χαριδότης]].
}}
{{elru
|elrutext='''χᾰρῐδώτης:''' ου ὁ HH = [[χαριδότης]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χᾰρῐδώτης:''' -ου, ὁ, αυτός που δίνει [[χαρά]], σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''χᾰρῐδώτης:''' -ου, ὁ, αυτός που δίνει [[χαρά]], σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''χᾰρῐδώτης:''' ου ὁ HH = [[χαριδότης]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χᾰρῐ-[[δώτης]], ου, ὁ,<br />joy-[[giver]], Hhymn.
|mdlsjtxt=χᾰρῐ-[[δώτης]], ου, ὁ,<br />joy-[[giver]], Hhymn.
}}
}}

Revision as of 16:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰρῐδώτης Medium diacritics: χαριδώτης Low diacritics: χαριδώτης Capitals: ΧΑΡΙΔΩΤΗΣ
Transliteration A: charidṓtēs Transliteration B: charidōtēs Transliteration C: charidotis Beta Code: xaridw/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, joy-giver, epithet of Hermes, h.Hom.18.12, Plu.2.303d; of Dionysus, Id.Ant.24,2.613e, Jul.Caes.308d; of Zeus, Plu.2.1048c; Dor. χᾰρῐ-δώτας, of Dionysus, Africa Italiana 2.144 (Cyrene):—fem. χᾰρῐ-δῶτις, ιδος, Orph.H.55.9.

German (Pape)

[Seite 1336] ὁ, der Freudengeber; Beiw. des Hermes, H. h. 17, 2; auch des Bacchus, Plut. Ant. 24.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. χαριδότης.

Russian (Dvoretsky)

χᾰρῐδώτης: ου ὁ HH = χαριδότης.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰρῐδώτης: -ου, ὁ, = τῷ προηγ., ὁ δοτὴρ χαρᾶς, ἐπίθ. τοῦ Ἑρμοῦ, Ὕμν. Ὁμ. 17. 12.

Greek Monolingual

και χαροδώτης και δωρ. τ. χαριδώτας, ὁ, θηλ. χαριδῶτις και χαροδῶτις, -ώτιδος, Α
(ως προσωνυμία του Ερμού, της Σελήνης και της Πειθούς) αυτός που δίνει χαρά, χαριδότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις + -δώτης (< δίδωμι), πρβλ. πλουτοδώτης.

Greek Monotonic

χᾰρῐδώτης: -ου, ὁ, αυτός που δίνει χαρά, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

χᾰρῐ-δώτης, ου, ὁ,
joy-giver, Hhymn.