ἀκουσίθεος: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />entendu <i>ou</i> exaucé par la divinité.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκούω]], [[θεός]].
|btext=ος, ον :<br />entendu <i>ou</i> exaucé par la divinité.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκούω]], [[θεός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκουσίθεος:''' [[услышанный богом]] (φεγγος Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκουσίθεος:''' [ᾰ], -ον, αυτός που έχει εισακουσθεί από το θεό, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀκουσίθεος:''' [ᾰ], -ον, αυτός που έχει εισακουσθεί από το θεό, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκουσίθεος:''' [[услышанный богом]] (φεγγος Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[heard]] of God, Anth.
|mdlsjtxt=[[heard]] of God, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 17:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκουσίθεος Medium diacritics: ἀκουσίθεος Low diacritics: ακουσίθεος Capitals: ΑΚΟΥΣΙΘΕΟΣ
Transliteration A: akousítheos Transliteration B: akousitheos Transliteration C: akousitheos Beta Code: a)kousi/qeos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, heard of God, AP6.249 (Antip. Thess.).

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰκουσῐ-]
escuchado por los dioses φέγγος AP 6.249 (Antip.Thess.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
entendu ou exaucé par la divinité.
Étymologie: ἀκούω, θεός.

Russian (Dvoretsky)

ἀκουσίθεος: услышанный богом (φεγγος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκουσίθεος: [ᾰ], -ον, ὁ παρά θεοῦ άκουσθείς, Ἀνθ. Π.6.249.

Greek Monolingual

ἀκουσίθεος, -ον (Α)
αυτός που εισακούεται από τον Θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκουσι - (< ἀκούω) + θεός
μόνο στο επίθ. ἀκουσίθεος απαντά το ρ. ἀκούω με τη μορφή ἀκουσι- ως α΄ συνθ.].

Greek Monotonic

ἀκουσίθεος: [ᾰ], -ον, αυτός που έχει εισακουσθεί από το θεό, σε Ανθ.

Middle Liddell

heard of God, Anth.