ἀνθρωποφυής: Difference between revisions
Δίωκε δόξην καὶ ἀρετήν, φεῦγε δὲ ψόγον → Virtutem sequere et laudem, fuge famam malam → Verfolge Ruhm und Tüchtigkeit, doch Tadel flieh
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui a une nature d'homme.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθρωπος]], [[φύω]]. | |btext=ής, ές :<br />qui a une nature d'homme.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθρωπος]], [[φύω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνθρωποφυής:''' [[имеющий человеческую природу]] (θεοί Her.; [[Κένταυροι]] Diod.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνθρωποφῠής:''' -ές ([[φυή]]), αυτός που ανήκει στην ανθρώπινη [[φύση]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἀνθρωποφῠής:''' -ές ([[φυή]]), αυτός που ανήκει στην ανθρώπινη [[φύση]], σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[φυή]<br />of man's [[nature]], Hdt. | |mdlsjtxt=[φυή]<br />of man's [[nature]], Hdt. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:45, 3 October 2022
English (LSJ)
ές, of man's nature, οὐκ ἀνθρωποφυέας ἐνόμισαν τοὺς θεούς Hdt.1.131; Κένταυροι D.S.4.69.
Spanish (DGE)
-ές
que es como los hombres, antropomorfo θεοί Hdt.1.131, κένταυροι D.S.4.69.
German (Pape)
[Seite 235] ές, von menschlicher Natur, menschenähnlich, Her. 1, 131.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a une nature d'homme.
Étymologie: ἄνθρωπος, φύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθρωποφυής: имеющий человеческую природу (θεοί Her.; Κένταυροι Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωποφῠής: -ές, (φυή) ὁ ἀνθρωπίνην ἔχων φύσιν· οὐκ ἀνθρωποφυέας ἐνόμισαν τοὺς θεοὺς Ἡρόδ,. 1. 131· Κένταυροι Διόδ. 4. 69: - παρὰ Διονυσ. Ἀρεοπαγ. (Μυσ. Θεολογ. 3, σ. 735) καὶ ἀνθρωποφυϊκός, ή, όν.
Greek Monolingual
ἀνθρωποφυής (-ές) (Α)
αυτός που έχει ανθρώπινη φύση, που έχει γεννηθεί από ανθρώπους.
Greek Monotonic
ἀνθρωποφῠής: -ές (φυή), αυτός που ανήκει στην ανθρώπινη φύση, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
[φυή]
of man's nature, Hdt.