ἀπεραντολογία: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />bavardage interminable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπεραντολόγος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />bavardage interminable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπεραντολόγος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπεραντολογία:''' ἡ Luc. = [[ἀπειρολογία]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπεραντολογία:''' ἡ, = [[ἀπειρολογία]], [[πολυλογία]], ακατάπαυστη [[φλυαρία]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ἀπεραντολογία:''' ἡ, = [[ἀπειρολογία]], [[πολυλογία]], ακατάπαυστη [[φλυαρία]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπεραντολογία:''' ἡ Luc. = [[ἀπειρολογία]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[ἀπεραντολόγος]] = [[ἀπειρολογία]], Luc.]
|mdlsjtxt=[from [[ἀπεραντολόγος]] = [[ἀπειρολογία]], Luc.]
}}
}}

Revision as of 18:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπεραντολογία Medium diacritics: ἀπεραντολογία Low diacritics: απεραντολογία Capitals: ΑΠΕΡΑΝΤΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: aperantología Transliteration B: aperantologia Transliteration C: aperantologia Beta Code: a)perantologi/a

English (LSJ)

ἡ, = ἀπειρολογία, Cic.Att.12.9, Luc.DMort.10.10, Gal.18(1).254.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
charla interminable, saturis auribus scolica dape atque ebriis sophistice aperantologia Varro Sat.Men.144, cf. Cic.Att.246.4, Luc.DMort.10.10, Gal.18(1).254.

German (Pape)

[Seite 287] ἡ, unbegrenzte Geschwätzigkeit, ῥημάτων Luc. Mart. Dial. 10, 10.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bavardage interminable.
Étymologie: ἀπεραντολόγος.

Russian (Dvoretsky)

ἀπεραντολογία: ἡ Luc. = ἀπειρολογία.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεραντολογία: ἡ, ἀπειρολογία, πολυλογία, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 10.

Greek Monolingual

η (AM ἀπεραντολογία)
πολυλογία, φλυαρία.

Greek Monotonic

ἀπεραντολογία: ἡ, = ἀπειρολογία, πολυλογία, ακατάπαυστη φλυαρία, σε Λουκ.

Middle Liddell

[from ἀπεραντολόγος = ἀπειρολογία, Luc.]