ἀποτελευτάω: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>intr.</i> finir, aboutir, <i>avec</i> [[εἰς]] et l'acc.;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> achever.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[τελευτάω]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>intr.</i> finir, aboutir, <i>avec</i> [[εἰς]] et l'acc.;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> achever.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[τελευτάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποτελευτάω:''' [[заканчиваться]], [[переходить]] (εἴς τι Plat., Arst. и πρός τι Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποτελευτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[καταλήγω]], [[οδηγώ]] σε συγκεκριμένη [[έκβαση]], <i>εἴςτι</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀποτελευτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[καταλήγω]], [[οδηγώ]] σε συγκεκριμένη [[έκβαση]], <i>εἴςτι</i>, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποτελευτάω:''' [[заканчиваться]], [[переходить]] (εἴς τι Plat., Arst. и πρός τι Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />intr. to end, εἴς τι in a [[thing]], Plat.
|mdlsjtxt=<br />intr. to end, εἴς τι in a [[thing]], Plat.
}}
}}

Revision as of 18:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτελευτάω Medium diacritics: ἀποτελευτάω Low diacritics: αποτελευτάω Capitals: ΑΠΟΤΕΛΕΥΤΑΩ
Transliteration A: apoteleutáō Transliteration B: apoteleutaō Transliteration C: apoteleftao Beta Code: a)poteleuta/w

English (LSJ)

intr., end, ἐς τεταρταίους Hp.Aër.10, cf. Alex.Aphr. Pr.2.57; εἰς ἀνίας, εἰς ἡδονάς, Pl.Prt.353e, 354b; ἀποτελευτῶν at last, Id.Plt.310e; εἰς τοὐναντίον καὶ τὸ ἄμεινον Arist.Metaph.983a18; ἡ ὀλιγαρχία εἰς δῆμον ἀπετελεύτησεν Id.Pol.1305b11.

Spanish (DGE)

terminar en c. εἰς: ἐς τεταρταίους Hp.Aër.10, σύνδεσμοι ... ἐς πόδας Hp.Acut.(Sp.) 37, εἰς τὸ κύτος τῆς κοιλίας Alex.Aphr.Pr.2.57
resultar en εἰς ἀνίας Pl.Prt.353e, εἰς ἡδονάς Pl.Prt.354b, εἰς ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους Pl.Epin.984d, εἰς τοὐναντίον καὶ τὸ ἄμεινον Arist.Metaph.983a18, ἡ ὀλιγαρχία ... εἰς δῆμον Arist.Pol.1305b11, εἰς τὸ ἄλογον καὶ φυσικὸν ... τῆς ψυχῆς Plu.2.706a
abs. ἀποτελευτῶσα finalmente Pl.Plt.310e.

German (Pape)

[Seite 330] endigen, aufhören, εἰς ἡδονὰς ἀποτελευτᾷ Plat. Prot. 354 b; Arist. Pol. 5, 6 ὀλιγαρχία εἰς δῆμον ἀπετελεύτησεν, wurde endlich eine Demokratie; Sp. auch act., zu Ende bringen.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 intr. finir, aboutir, avec εἰς et l'acc.;
2 tr. achever.
Étymologie: ἀπό, τελευτάω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποτελευτάω: заканчиваться, переходить (εἴς τι Plat., Arst. и πρός τι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτελευτάω: ἀμεταβ., τελευτῶ, εἴς τι, εἰς πρᾶγμά τι, Ἱππ. π. Ἀέρ. 287· εἰς ἀνίας, εἰς ἡδονάς, Πλάτ. Πρωτ. 353Ε, 354Β· ἀποτελευτῶν, ἐπὶ τέλους, ὁ αὐτ. Πολιτικ. 310Ε. ΙΙ. φέρω εἰς πέρας, εἰς τέλος, ἀποτελειώνω ἐντελῶς, Ἀλέξ. Ἀφρ.

Greek Monotonic

ἀποτελευτάω: μέλ. -ήσω, καταλήγω, οδηγώ σε συγκεκριμένη έκβαση, εἴςτι, σε Πλάτ.

Middle Liddell


intr. to end, εἴς τι in a thing, Plat.