ἀργυραμοιβικός: Difference between revisions

From LSJ

οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (pape replacement)
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀργυραμοιβός]]<br />of or for a [[money]]-changer, [[money]]-changing, Luc.:—adv. [[ἀργυραμοιβικῶς]], Luc.
|mdlsjtxt=[[ἀργυραμοιβός]]<br />of or for a [[money]]-changer, [[money]]-changing, Luc.:—adv. [[ἀργυραμοιβικῶς]], Luc.
}}
{{pape
|ptext=<i>zum [[Geldwechsler]] [[gehörig]]</i>, ἡ, sc. [[τέχνη]], Geldwechslergeschäft, Luc. <i>Bis acc</i>. 13.34.<br><span class="ggns">• Adv.</span> [[ἀργυραμοιβικῶς]], Id. <i>Hist. scrib</i>. 10.
}}
}}

Revision as of 17:11, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠρᾰμοιβικός Medium diacritics: ἀργυραμοιβικός Low diacritics: αργυραμοιβικός Capitals: ΑΡΓΥΡΑΜΟΙΒΙΚΟΣ
Transliteration A: argyramoibikós Transliteration B: argyramoibikos Transliteration C: argyramoivikos Beta Code: a)rguramoibiko/s

English (LSJ)

ή, όν, of a money-changer or for a money-changer: ἡ ἀργυραμοιβική (sc. τέχνη), Poll.7.170; personified, Luc.Bis Acc.13,24. Adv. ἀργυραμοιβικῶς Id.Hist.Conscr.10.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 relativo al cambio de dinero τράπεζα ἀ. mesa de cambio, banco Theopomp.Hist.291, Did.in D.5.10, (sc. τέχνη) Poll.7.170, 209
dud. ἀργυραμοιβικὴν τράπεζαν PRev.Laws 73.3 (III a.C.)
subst. ἡ ἀργυραμοιβική la banca Luc.Bis Acc.13, 24.
2 adv. -ῶς a la manera de los cambistas ἀ. ἐξετάζειν Luc.Hist.Cons.10.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne le change de l'argent.
Étymologie: ἀργυραμοιβός.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργυραμοιβικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς ἀλλαγὴν νομισμάτων, Λουκ. Δίς. Κατ. 13· ἡ -κὴ (ἐνν. τέχνη) Πολυδ. Ζ΄, 170, 209., - Ἐπίρρ. ἀργυραμοιβικῶς, κατὰ τὸν τρόπον τῶν ἀργυραμοιβῶν, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 10.

Greek Monolingual

ἀργυραμοιβικός, -ή, -όν (Α) αργυραμοιβός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αργυραμοιβό.

Greek Monotonic

ἀργῠρᾰμοιβικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος στην ανταλλαγή δηλ. των νομισμάτων, λέγεται για αργυραμοιβή, για τραπεζίτη, σε Λουκ.· επίρρ. -κῶς, στον ίδ.

Middle Liddell

ἀργυραμοιβός
of or for a money-changer, money-changing, Luc.:—adv. ἀργυραμοιβικῶς, Luc.

German (Pape)

zum Geldwechsler gehörig, ἡ, sc. τέχνη, Geldwechslergeschäft, Luc. Bis acc. 13.34.
• Adv. ἀργυραμοιβικῶς, Id. Hist. scrib. 10.