ἀργυρότοιχος: Difference between revisions

From LSJ

ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux murs d'argent.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]], [[τοῖχος]].
|btext=ος, ον :<br />aux murs d'argent.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]], [[τοῖχος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀργυρότοιχος:''' [[сребростенный]] ([[δροίτη]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀργῠρότοιχος:''' -ον, αυτός που έχει ασημένιες πλευρές, δηλ. ασημένια [[πλευρά]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀργῠρότοιχος:''' -ον, αυτός που έχει ασημένιες πλευρές, δηλ. ασημένια [[πλευρά]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀργυρότοιχος:''' [[сребростенный]] ([[δροίτη]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 18:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠρότοιχος Medium diacritics: ἀργυρότοιχος Low diacritics: αργυρότοιχος Capitals: ΑΡΓΥΡΟΤΟΙΧΟΣ
Transliteration A: argyrótoichos Transliteration B: argyrotoichos Transliteration C: argyrotoichos Beta Code: a)rguro/toixos

English (LSJ)

ον, with silver sides, δροίτη A.Ag.1539 (lyr.).

Spanish (DGE)

(ἀργῠρότοιχος) -ον revestido de plata, δροίτη A.A.1539.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux murs d'argent.
Étymologie: ἄργυρος, τοῖχος.

Russian (Dvoretsky)

ἀργυρότοιχος: сребростенный (δροίτη Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠρότοιχος: -ον, ὁ ἀργυρᾶς ἔχων πλευράς, ἰὼ γᾶ γᾶ, εἴθ’ ἔμ’ ἐδέξω, πρὶν τόνδ’ ἐπιδεῖν ἀργυροτοίχου δροίτης κατέχοντα χαμεύνην, εἴθε νὰ με ἐδέχεσο, ὦ γῆ, πρὶν ἴδω τοῦτον κατέχοντα τὴν χαμεύνην τῆς ἀργυροπλεύρου πυέλου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1539.

Greek Monolingual

ἀργυρότοιχος, -ον (Α)
αυτός που έχει επάργυρα τοιχώματα («ἀργυροτοίχου δροίτης» — αποδίδεται στη μπανιέρα με τα επάργυρα τοιχώματα μέσα στην οποία δολοφονήθηκε ο Αγαμέμνων, Αισχ.).

Greek Monotonic

ἀργῠρότοιχος: -ον, αυτός που έχει ασημένιες πλευρές, δηλ. ασημένια πλευρά, σε Αισχύλ.