ἄμυγμα: Difference between revisions

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />action d'arracher (des cheveux).<br />'''Étymologie:''' [[ἀμύσσω]].
|btext=ατος (τό) :<br />action d'arracher (des cheveux).<br />'''Étymologie:''' [[ἀμύσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄμυγμα:''' ατος (ᾰμ) τό [[ἀμύσσω]] разрывание или вырывание (χαίτης Soph.): ὀνύχων ἀμύγματα [[θέσθαι]] Eur. расцарапывать себе лицо ногтями.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄμυγμα:''' -ατος, τό ([[ἀμύσσω]]), [[γδάρσιμο]], [[σχίσιμο]], σε Σοφ., Ευρ.
|lsmtext='''ἄμυγμα:''' -ατος, τό ([[ἀμύσσω]]), [[γδάρσιμο]], [[σχίσιμο]], σε Σοφ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄμυγμα:''' ατος (ᾰμ) τό [[ἀμύσσω]] разрывание или вырывание (χαίτης Soph.): ὀνύχων ἀμύγματα [[θέσθαι]] Eur. расцарапывать себе лицо ногтями.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀμύσσω]]<br />a scratching, [[tearing]], Soph., Eur.
|mdlsjtxt=[[ἀμύσσω]]<br />a scratching, [[tearing]], Soph., Eur.
}}
}}

Revision as of 18:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄμυγμα Medium diacritics: ἄμυγμα Low diacritics: άμυγμα Capitals: ΑΜΥΓΜΑ
Transliteration A: ámygma Transliteration B: amygma Transliteration C: amygma Beta Code: a)/mugma

English (LSJ)

ατος, τό, (ἀμύσσω) scratching, tearing, πολιᾶς ἄ. χαίτας S.Aj.634; ὀνύχων ἀμύγματα E.Andr.827.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Prosodia: [ᾰ-]
desgarrón, arañazo πολιᾶς ἄμυγμα χαίτας S.Ai.634, ὀνύχων τε δάι' ἀμύγματα E.Andr.827, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 130] τό (ἀμύσσω), das Zerraufen, χαίτας Soph. Ai. 621; ὀνύχων δάϊ' ἀμύγματα, das Zerreißen mit den Nägeln, Eur. Andr. 826.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
action d'arracher (des cheveux).
Étymologie: ἀμύσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἄμυγμα: ατος (ᾰμ) τό ἀμύσσω разрывание или вырывание (χαίτης Soph.): ὀνύχων ἀμύγματα θέσθαι Eur. расцарапывать себе лицо ногтями.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμυγμα: -ατος, τό, (ἀμύσσω) σπάραγμα διὰ τῶν ὀνύχων, «τσουγκράνισμα», ἀπόσπασις, «τράβηγμα», πολιᾶς ἄμ. χαίτας Σοφ. Αἴ. 633· ὀνύχων ἀμύγματα Εὐρ. Ἀνδρ. 827.

Greek Monolingual

ἄμυγμα, το (Α) ἀμύσσω
γρατσουνιά, γρατσούνισμα, νύχια, αμυχή.

Greek Monotonic

ἄμυγμα: -ατος, τό (ἀμύσσω), γδάρσιμο, σχίσιμο, σε Σοφ., Ευρ.

Middle Liddell

ἀμύσσω
a scratching, tearing, Soph., Eur.