ἐκπειράομαι: Difference between revisions
οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → there is no possession lovelier than a friend
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶμαι;<br /><i>f.</i> ἐκπειράσομαι, <i>ao.</i> ἐξεπειράθην;<br /><b>1</b> faire l'épreuve de, éprouver : τινος qqn ; ἐκπειρᾷ λέγειν ; SOPH cherches-tu à me faire parler ?;<br /><b>2</b> chercher à savoir, rechercher, tenter.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], πειράομαι. | |btext=-ῶμαι;<br /><i>f.</i> ἐκπειράσομαι, <i>ao.</i> ἐξεπειράθην;<br /><b>1</b> faire l'épreuve de, éprouver : τινος qqn ; ἐκπειρᾷ λέγειν ; SOPH cherches-tu à me faire parler ?;<br /><b>2</b> chercher à savoir, rechercher, tenter.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], πειράομαι. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκπειράομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[подвергать испытанию]], [[испытывать]], [[проверять]] (τινος Her.): ἐκπειρᾷ λέγειν; Soph. ты пытаешься поймать меня на слове?; εἰ δ᾽ εἰς τόδ᾽ [[ἦλθον]] κἀξεπειράθην, [[οἷον]] … Eur. если бы мне довелось испытать, насколько …;<br /><b class="num">2)</b> [[выпытывать]], [[разузнавать]] (τί τινος Arph. и εἰ … Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐκπειράομαι:''' μέλ. -άσομαι [ᾱ], αόρ. αʹ ἐξεπειράθην [ᾱ]·<br /><b class="num">1.</b> [[θέτω]] σε [[δοκιμή]], [[ελέγχω]], [[δοκιμάζω]], [[εξετάζω]], με γεν. προσ., σε Ηρόδ.· με απαρ., <i>ἐκπειρᾷ λέγειν</i>, με προκαλείς να μιλήσω, να πω κι άλλα, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ερευνώ]], ζητώ πληροφορίες για κάποιον, <i>τί τινος</i>, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἐκπειράομαι:''' μέλ. -άσομαι [ᾱ], αόρ. αʹ ἐξεπειράθην [ᾱ]·<br /><b class="num">1.</b> [[θέτω]] σε [[δοκιμή]], [[ελέγχω]], [[δοκιμάζω]], [[εξετάζω]], με γεν. προσ., σε Ηρόδ.· με απαρ., <i>ἐκπειρᾷ λέγειν</i>, με προκαλείς να μιλήσω, να πω κι άλλα, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ερευνώ]], ζητώ πληροφορίες για κάποιον, <i>τί τινος</i>, σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. άσομαι aor1 ἐξεπειράθην<br /><b class="num">1.</b> to make [[trial]] of, [[prove]], [[tempt]], c. gen. pers., Hdt.; c. inf., ἐκπειρᾷ λέγειν; art thou [[tempting]] me to [[speak]]? Soph.<br /><b class="num">2.</b> to [[inquire]] of [[another]], τί τινος Ar. | |mdlsjtxt=fut. άσομαι aor1 ἐξεπειράθην<br /><b class="num">1.</b> to make [[trial]] of, [[prove]], [[tempt]], c. gen. pers., Hdt.; c. inf., ἐκπειρᾷ λέγειν; art thou [[tempting]] me to [[speak]]? Soph.<br /><b class="num">2.</b> to [[inquire]] of [[another]], τί τινος Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:05, 3 October 2022
English (LSJ)
aor. ἐξεπειράθην [ᾱ], A make trial of, prove, tempt, c. gen. pers., Hdt.3.135: c. inf., ἐκπειρᾷ λέγειν; art thou tempting me to speak? S.OT 360 codd.: followed by a relat., κἀξεπειράθην..οἷον στέρεσθαι γίγνεται E.Supp.1089; ἐ. εἴτε.. Pl.Ep.362e. 2 inquire, ask of another, τί τινος Ar.Eq.1234.—Late in Act., Hld.7.19.
Spanish (DGE)
• Morfología: [en v. act. Aesop.36.2]
1 poner a prueba c. gen. δείσας μὴ εὑ ἐκπειρῷτο Δαρεῖος temiendo que Darío lo estuviera poniendo a prueba Hdt.3.135, ἀλλήλων τε μὴ 'κπειρωμένους sin que se pongan a prueba los unos a los otros (prob. sent. sexual), Ar.Lys.1113, cf. Men.Epit.630
•c. ac. βουλόμενος ἐκπειρᾶσαι τοῦτο (τὸ μαντεῖον) Aesop.l.c., c. ac. y gen. καί σου τοσοῦτο ... ἐκπειράσομαι Ar.Eq.1234
•c. inf. intentar ἐκπειρᾷ λέγειν; ¿estás intentado que yo hable? S.OT 360
•c. εἴτε ... εἴτε intentar saber si ... o si ... Pl.Ep.362e.
2 c. interrog. indir. experimentar εἰ ... κἀξεπειράθην ... οἷον στέρεσθαι πατέρα γίγνεται τέκνων si hubiera experimentado qué significa que un padre se vea privado de sus hijos E.Supp.1089.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
f. ἐκπειράσομαι, ao. ἐξεπειράθην;
1 faire l'épreuve de, éprouver : τινος qqn ; ἐκπειρᾷ λέγειν ; SOPH cherches-tu à me faire parler ?;
2 chercher à savoir, rechercher, tenter.
Étymologie: ἐκ, πειράομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπειράομαι:
1) подвергать испытанию, испытывать, проверять (τινος Her.): ἐκπειρᾷ λέγειν; Soph. ты пытаешься поймать меня на слове?; εἰ δ᾽ εἰς τόδ᾽ ἦλθον κἀξεπειράθην, οἷον … Eur. если бы мне довелось испытать, насколько …;
2) выпытывать, разузнавать (τί τινος Arph. и εἰ … Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπειράομαι: μέλλ. -άσομαι ᾱ: ἀόρ. ἐξεπειράθην ᾱ: - πειρῶμαι, δοκιμάζω τι, πειράζω, μετὰ γεν. προσ., Ἡρόδ. 3. 135· μετ’ ἀπαρ., ἢ ’κπειρᾷ λέγειν; ἢ θέλεις νά με κάμῃς νὰ εἴπω καὶ ἄλλα; Σοφ. Ο. Τ. 360· ἴδε σημ. Jebb, ὅστις ἔχει: ἢ ’κπειρᾷ λέγων; - ἀκολουθούμενον ὑπὸ ἀναφορικοῦ, κἀξεπειράθην... οἷον στέρεσθαι γίγνεται Εὐρ. Ἱκ. 1089· ἐκπ. εἰ... Πλάτ. Ἐπιστ. 362Ε. 2) ἐρωτῶ, ἐρευνῶ περί τινος, τί τινος Ἀριστοφ. Ἱππ. 1234.
Greek Monotonic
ἐκπειράομαι: μέλ. -άσομαι [ᾱ], αόρ. αʹ ἐξεπειράθην [ᾱ]·
1. θέτω σε δοκιμή, ελέγχω, δοκιμάζω, εξετάζω, με γεν. προσ., σε Ηρόδ.· με απαρ., ἐκπειρᾷ λέγειν, με προκαλείς να μιλήσω, να πω κι άλλα, σε Σοφ.
2. ερευνώ, ζητώ πληροφορίες για κάποιον, τί τινος, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
fut. άσομαι aor1 ἐξεπειράθην
1. to make trial of, prove, tempt, c. gen. pers., Hdt.; c. inf., ἐκπειρᾷ λέγειν; art thou tempting me to speak? Soph.
2. to inquire of another, τί τινος Ar.