ἐπιμελητικός: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />porté à prendre soin de.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιμελέομαι]].
|btext=ή, όν :<br />porté à prendre soin de.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιμελέομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιμελητικός:''' [[умеющий заботиться]], [[заботливый]] Xen., Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιμελητικός:''' -ή, -όν, αυτός που είναι [[ικανός]] να διευθύνει, [[διευθυντικός]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐπιμελητικός:''' -ή, -όν, αυτός που είναι [[ικανός]] να διευθύνει, [[διευθυντικός]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιμελητικός:''' [[умеющий заботиться]], [[заботливый]] Xen., Arst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐπιμελητικός]], ή, όν [from [[ἐπιμελητής]]<br />[[able]] to [[take]] [[charge]], managing, Xen.
|mdlsjtxt=[[ἐπιμελητικός]], ή, όν [from [[ἐπιμελητής]]<br />[[able]] to [[take]] [[charge]], managing, Xen.
}}
}}

Revision as of 19:43, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμελητικός Medium diacritics: ἐπιμελητικός Low diacritics: επιμελητικός Capitals: ΕΠΙΜΕΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epimelētikós Transliteration B: epimelētikos Transliteration C: epimelitikos Beta Code: e)pimelhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, able to take charge, managing, X.Oec.12.19; ἡ -κή (sc. τέχνη), = ἐπιμέλεια, Pl.Plt.275esq.; αἴσθησις ἐ. τῶν τέκνων Arist.GA753a8; τὸ τοῦ ἰδίου σώματος ἐ. M.Ant.1.16.

German (Pape)

[Seite 961] ή, όν, zum Sorgen, Pflegen geschickt, Xen. Oec. 12, 19; ἡ ἐπιμελητική, sc. τέχνη, die Wartung, Pflege, Plat. Polit. 275 e.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
porté à prendre soin de.
Étymologie: ἐπιμελέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμελητικός: умеющий заботиться, заботливый Xen., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμελητικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιμελούμενος πράγματός τινος, ὁ ἱκανὸς νὰ ἐπιστατῇ, τὸν δὲ ἐπιμελητικούς βουλόμενον ποιήσασθαί τινας Ξεν. Οἰκ. 12, 19· ἡ ἐπιμελητικὴ (ἐνν. τέχνη) = ἐπιμέλεια, Πλάτ. Πολιτικ. 275Ε κἑξ.

Greek Monolingual

ἐπιμελητικός, -ή, -όν (Α) επιμελητής
1. ο αρμόδιος ή ικανός να φροντίζει κάτι
2. (το θηλ. ή το ουδ. ως ουσ.) ἡ ἐπιμελητική, τὸ ἐπιμελητικόν
η επιμέλεια, η φροντίδα.

Greek Monotonic

ἐπιμελητικός: -ή, -όν, αυτός που είναι ικανός να διευθύνει, διευθυντικός, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἐπιμελητικός, ή, όν [from ἐπιμελητής
able to take charge, managing, Xen.