ἐπισπονδή: Difference between revisions

From LSJ

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />traité <i>ou</i> trêve conclus postérieurement, traité renouvelé.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπισπένδω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />traité <i>ou</i> trêve conclus postérieurement, traité renouvelé.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπισπένδω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπισπονδή:''' ἡ [[новое или дополнительное перемирие]] (αἱ δεχέμεροι ἐπισπονδαί Thuc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπισπονδή:''' ἡ ([[ἐπισπένδω]]), ανανεωμένη ή ανανεώσιμη [[ανακωχή]], που μπορεί να ανανεωθεί, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἐπισπονδή:''' ἡ ([[ἐπισπένδω]]), ανανεωμένη ή ανανεώσιμη [[ανακωχή]], που μπορεί να ανανεωθεί, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπισπονδή:''' ἡ [[новое или дополнительное перемирие]] (αἱ δεχέμεροι ἐπισπονδαί Thuc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐπισπονδή]], ἡ, [[ἐπισπένδω]]<br />a renewed or renewable [[truce]], Thuc.
|mdlsjtxt=[[ἐπισπονδή]], ἡ, [[ἐπισπένδω]]<br />a renewed or renewable [[truce]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 19:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισπονδή Medium diacritics: ἐπισπονδή Low diacritics: επισπονδή Capitals: ΕΠΙΣΠΟΝΔΗ
Transliteration A: epispondḗ Transliteration B: epispondē Transliteration C: epispondi Beta Code: e)pispondh/

English (LSJ)

ἡ, in plural, treaty made after another, Th.5.32.

German (Pape)

[Seite 981] ἡ, späteres Bündniß, plur., Thuc. 5, 32.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
traité ou trêve conclus postérieurement, traité renouvelé.
Étymologie: ἐπισπένδω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισπονδή:новое или дополнительное перемирие (αἱ δεχέμεροι ἐπισπονδαί Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισπονδή: ἡ, ἀνανεωθεῖσα ἀνακωχή, ἢ ἣν δύναταί τις νὰ ἀνανεώσῃ. Θουκ. 5. 32, ἐν τῷ πληθ.

Greek Monolingual

ἐπισπονδή (Α) επισπένδω
ανανεωμένη ανακωχή ή ανακωχή που μπορεί να ανανεωθεί.

Greek Monotonic

ἐπισπονδή: ἡ (ἐπισπένδω), ανανεωμένη ή ανανεώσιμη ανακωχή, που μπορεί να ανανεωθεί, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἐπισπονδή, ἡ, ἐπισπένδω
a renewed or renewable truce, Thuc.