ἠπιοδίνητος: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tourné doucement.<br />'''Étymologie:''' [[ἤπιος]], [[δινέω]].
|btext=ος, ον :<br />tourné doucement.<br />'''Étymologie:''' [[ἤπιος]], [[δινέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἠπιοδίνητος:''' (δῑ) тихо закатывающийся (βλέφαρα Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἠπῐοδίνητος:''' [ῑ], -ον ([[δινέω]]), αυτός που περιστρέφεται ήρεμα, γλυκά, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἠπῐοδίνητος:''' [ῑ], -ον ([[δινέω]]), αυτός που περιστρέφεται ήρεμα, γλυκά, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἠπιοδίνητος:''' (δῑ) тихо закатывающийся (βλέφαρα Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἠπῐ¯ο-δίνητος, ον [[δινέω]]<br />[[softly]]-[[rolling]], Anth.
|mdlsjtxt=ἠπῐ¯ο-δίνητος, ον [[δινέω]]<br />[[softly]]-[[rolling]], Anth.
}}
}}

Revision as of 20:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠπῐοδίνητος Medium diacritics: ἠπιοδίνητος Low diacritics: ηπιοδίνητος Capitals: ΗΠΙΟΔΙΝΗΤΟΣ
Transliteration A: ēpiodínētos Transliteration B: ēpiodinētos Transliteration C: ipiodinitos Beta Code: h)piodi/nhtos

English (LSJ)

[δῑ], ον, softly-rolling, βλέφαρα AP5.249 (Paul. Sil.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tourné doucement.
Étymologie: ἤπιος, δινέω.

Russian (Dvoretsky)

ἠπιοδίνητος: (δῑ) тихо закатывающийся (βλέφαρα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἠπῐοδίνητος: ῑ, ον, ἡσύχως, γλυκὰ περιδινούμενος, βλέφαρα Ἀνθ. Π. 5. 250.

Greek Monotonic

ἠπῐοδίνητος: [ῑ], -ον (δινέω), αυτός που περιστρέφεται ήρεμα, γλυκά, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἠπῐ¯ο-δίνητος, ον δινέω
softly-rolling, Anth.