ὀνήμενος: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[ὀνίνημι]].
|btext=v. [[ὀνίνημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀνήμενος:''' part. med. к [[ὀνίνημι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀνήμενος:''' μτχ. Μέσ. αορ. βʹ του [[ὀνίνημι]]· [[ὄνησα]], Επικ. αόρ. αʹ αντί [[ὤνησα]]· [[ὄνησο]], προστ. αορ. βʹ· [[ὀνήσω]], μέλ.
|lsmtext='''ὀνήμενος:''' μτχ. Μέσ. αορ. βʹ του [[ὀνίνημι]]· [[ὄνησα]], Επικ. αόρ. αʹ αντί [[ὤνησα]]· [[ὄνησο]], προστ. αορ. βʹ· [[ὀνήσω]], μέλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀνήμενος:''' part. med. к [[ὀνίνημι]].
}}
}}

Revision as of 21:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνήμενος Medium diacritics: ὀνήμενος Low diacritics: ονήμενος Capitals: ΟΝΗΜΕΝΟΣ
Transliteration A: onḗmenos Transliteration B: onēmenos Transliteration C: onimenos Beta Code: o)nh/menos

English (LSJ)

ὄνησα, ὀνήσει, v. ὀνίνημι.

French (Bailly abrégé)

v. ὀνίνημι.

Russian (Dvoretsky)

ὀνήμενος: part. med. к ὀνίνημι.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνήμενος: ὄνησα, ὀνήσει, ἴδε τὸ ῥῆμα ὀνίνημι.

English (Autenrieth)

see ὀνίνημι.

Greek Monotonic

ὀνήμενος: μτχ. Μέσ. αορ. βʹ του ὀνίνημι· ὄνησα, Επικ. αόρ. αʹ αντί ὤνησα· ὄνησο, προστ. αορ. βʹ· ὀνήσω, μέλ.