ὀλιγαρχέω: Difference between revisions

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être membre d’une oligarchie ; <i>Pass.</i> être gouverné par une oligarchie.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλιγάρχης]].
|btext=-ῶ :<br />être membre d’une oligarchie ; <i>Pass.</i> être gouverné par une oligarchie.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλιγάρχης]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλῐγαρχέω:''' [[быть олигархом]]: οἱ ὀλιγαρχοῦντες Arst. олигархически правящие, олигархи; pass. быть управляемым олигархами (ἡ ὀλιγαρχουμένη [[πόλις]] Plat. и [[πολιτεία]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀλῐγαρχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι [[μέλος]] μιας ολιγαρχίας, σε Αριστ. — Παθ., με κυβερνούν οι λίγοι, μια μικρή [[μερίδα]] ανθρώπων, ζω υπό ολιγαρχικό [[πολίτευμα]], σε Θουκ., Πλάτ.
|lsmtext='''ὀλῐγαρχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι [[μέλος]] μιας ολιγαρχίας, σε Αριστ. — Παθ., με κυβερνούν οι λίγοι, μια μικρή [[μερίδα]] ανθρώπων, ζω υπό ολιγαρχικό [[πολίτευμα]], σε Θουκ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλῐγαρχέω:''' [[быть олигархом]]: οἱ ὀλιγαρχοῦντες Arst. олигархически правящие, олигархи; pass. быть управляемым олигархами (ἡ ὀλιγαρχουμένη [[πόλις]] Plat. и [[πολιτεία]] Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀλῐγαρχέω, fut. -ήσω<br />to be [[member]] of an [[oligarchy]], Arist.:—Pass. to be governed by the few, be under an [[oligarchy]], Thuc., Plat. [from ὀλῐγάρχης]
|mdlsjtxt=ὀλῐγαρχέω, fut. -ήσω<br />to be [[member]] of an [[oligarchy]], Arist.:—Pass. to be governed by the few, be under an [[oligarchy]], Thuc., Plat. [from ὀλῐγάρχης]
}}
}}

Revision as of 21:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγαρχέω Medium diacritics: ὀλιγαρχέω Low diacritics: ολιγαρχέω Capitals: ΟΛΙΓΑΡΧΕΩ
Transliteration A: oligarchéō Transliteration B: oligarcheō Transliteration C: oligarcheo Beta Code: o)ligarxe/w

English (LSJ)

to be a member of an oligarchy, οἱ -οῦντες Arist.Pol. 1300a8 :—Pass., to be governed by the few, be under an oligarchy, Th. 5.31, 8.63,76, Pl.R.552b, al.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être membre d’une oligarchie ; Pass. être gouverné par une oligarchie.
Étymologie: ὀλιγάρχης.

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγαρχέω: быть олигархом: οἱ ὀλιγαρχοῦντες Arst. олигархически правящие, олигархи; pass. быть управляемым олигархами (ἡ ὀλιγαρχουμένη πόλις Plat. и πολιτεία Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγαρχέω: εἶμαι μέλος ὀλιγαρχίας, οἱ ὀλιγαρχοῦντες Ἀριστ. Πολιτ. 4. 15, 13. - Παθ., κυβερνῶμαι ὑπὸ τῶν ὀλίγων, διατελῶ ὑπὸ ὀλιγαρχίαν, Θουκ. 5. 31., 8. 63, 76, Πλάτ. Πολ. 552Β, κ. ἀλλ.

Greek Monotonic

ὀλῐγαρχέω: μέλ. -ήσω, είμαι μέλος μιας ολιγαρχίας, σε Αριστ. — Παθ., με κυβερνούν οι λίγοι, μια μικρή μερίδα ανθρώπων, ζω υπό ολιγαρχικό πολίτευμα, σε Θουκ., Πλάτ.

Middle Liddell

ὀλῐγαρχέω, fut. -ήσω
to be member of an oligarchy, Arist.:—Pass. to be governed by the few, be under an oligarchy, Thuc., Plat. [from ὀλῐγάρχης]