ὀμοργάζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust

Menander, Monostichoi, 151
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ὀμόργνυμι]].
|btext=<i>c.</i> [[ὀμόργνυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀμοργάζω:''' HH = [[ὀμόργνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀμοργάζω:''' = [[ὀμόργνυμι]], [[σκουπίζω]], [[σφουγγίζω]], γʹ ενικ. παρατ. <i>ὠμόργαζε</i>, σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''ὀμοργάζω:''' = [[ὀμόργνυμι]], [[σκουπίζω]], [[σφουγγίζω]], γʹ ενικ. παρατ. <i>ὠμόργαζε</i>, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀμοργάζω:''' HH = [[ὀμόργνυμι]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀμοργάζω]], = [[ὀμόργνυμι]]<br />to [[wipe]] off, 3rd sg. imperf. ὠμόργαζε Hhymn.
|mdlsjtxt=[[ὀμοργάζω]], = [[ὀμόργνυμι]]<br />to [[wipe]] off, 3rd sg. imperf. ὠμόργαζε Hhymn.
}}
}}

Revision as of 21:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμοργάζω Medium diacritics: ὀμοργάζω Low diacritics: ομοργάζω Capitals: ΟΜΟΡΓΑΖΩ
Transliteration A: omorgázō Transliteration B: omorgazō Transliteration C: omorgazo Beta Code: o)morga/zw

English (LSJ)

= ὀμόργνυμι, wipe off, ὠμόργαζε h.Merc.361 (cj. Ilgen for ὡμάρταζε).

German (Pape)

[Seite 339] = ὀμόργνυμι, H. h. Merc. 351, nach Ilgen's Emend. ὠμόργαζε für ὡμάρταζε.

French (Bailly abrégé)

c. ὀμόργνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ὀμοργάζω: HH = ὀμόργνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμοργάζω: ὀμόργνυμι, ἀποσπογγίζω, ἀπομάττω, ὠμόργαζε Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 361, κατὰ τὸν Ηgen ἀντὶ τῆς ἀδιανοήτου λέξεως ὡμάρταζε.

Greek Monolingual

ὀμοργάζω (Α)
σφουγγίζω, σκουπίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀμοργ- του ὀμόργνυμι + κατάλ. -άζω].

Greek Monotonic

ὀμοργάζω: = ὀμόργνυμι, σκουπίζω, σφουγγίζω, γʹ ενικ. παρατ. ὠμόργαζε, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

ὀμοργάζω, = ὀμόργνυμι
to wipe off, 3rd sg. imperf. ὠμόργαζε Hhymn.